Anonymous

ἐπιχέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1003.png Seite 1003]] (s. χέω), darauf-, darübergießen, χέρνιβα δ' [[ἀμφίπολος]] προχόῳ ἐπέχευε – νίψασθαι, sie goß Wasser über die Hände zum Waschen, wie es immer vor der Mahlzeit geschieht, Od. 1, 136 u. öfter; χερσὶν [[ὕδωρ]] Il. 24, 303; φέρ' [[ἐπιχέω]] καὶ τὸ [[μέλι]] [[τουτί]] Ar. Pax 252; dazugießen, τῷ οἴνῳ τα καὶ ἐπιχέαντα Plat. Rep. III, 407 d. – Auch von nicht flüssigen Dingen, darauf-, dazuschütten, χυ τὴν ἐπὶ γαῖαν ἔχευαν Il. 23, 256, wie ἐπὶ σῆμ' ἔχεεν, einen Erdhügel aufschütten, 6, 419; eben so in tmesi, τοῖσι δ' ἐφ' [[ὕπνον]] ἔχευε 24, 445, Od. 2, 396, Schlaf über Einen ausgießen; ἀνέμων ἀϋτμένα 3, 289; Τρῶες δ' ἐπὶ δούρατ' ἔχευαν Il. 5, 618; ἐπίχει τῶν βλασφημιῶν, stoße Schmähreden aus, Luc. Iup. trag. 35; – pass., ἰχθῦς νάπυϊ ἐπικεχυμένους, damit begossen, Luc. Asin. 47; – med., od. pass., darauf, darüber strömen, fließen, ἰλύος ἐπιχυ θείσης Xen. Oec. 17, 12; bes. übertr. von Menschen, zuströmen, Δαναοὶ δ' [[ἐπέχυντο]] νῆας ἀνὰ γλαφυράς Il. 16, 295. 15, 654; öfter Plut.; von Thieren, τοῖσι ἐναντίοισι ἐπιχυθέντας μῦς ἀρουραίους Her. 2, 141; von der Rede, die sich über Etwas verbreitet, Plat. Polit. 302 c Legg. VII, 793 b; vgl. noch Pol. τοσούτων μοι πραγμάτων ἐπικεχυμένων 8, 11, 3; – aor. 604. – Eigtl. med., sich aufschütten, aufhäufen, πολλὴν δ' ἐπεχεύατο ὕλην, χύσιν – φύλλων Od. 5, 257. 487; auch mit entfernterer Beziehung auf das subj., ἐπεχεύατο πήχεε παιδί, umarmte ihren Sohn, Ap. Rh. 1, 268. – Auch = für sich eingießen lassen, um auf Jemandes Gesundheit zu trinken, ἄκρατόν τινος, Theocr. 2, 151. 14, 18; ohne des Demetrius Gesundheit trinken, Phylarch. bei Ath. VI, 261 b. So auch das act., Posidipp. 10 (XII, 168), Ναννοῦς καὶ Λύδης ἐπίχει δύο, schenk zwei Becher ein auf die Gesundheit der N. u. L, Vgl. [[ἐπίχυσις]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1003.png Seite 1003]] (s. χέω), darauf-, darübergießen, χέρνιβα δ' [[ἀμφίπολος]] προχόῳ ἐπέχευε – νίψασθαι, sie goß Wasser über die Hände zum Waschen, wie es immer vor der Mahlzeit geschieht, Od. 1, 136 u. öfter; χερσὶν [[ὕδωρ]] Il. 24, 303; φέρ' [[ἐπιχέω]] καὶ τὸ [[μέλι]] [[τουτί]] Ar. Pax 252; dazugießen, τῷ οἴνῳ τα καὶ ἐπιχέαντα Plat. Rep. III, 407 d. – Auch von nicht flüssigen Dingen, darauf-, dazuschütten, χυ τὴν ἐπὶ γαῖαν ἔχευαν Il. 23, 256, wie ἐπὶ σῆμ' ἔχεεν, einen Erdhügel aufschütten, 6, 419; eben so in tmesi, τοῖσι δ' ἐφ' [[ὕπνον]] ἔχευε 24, 445, Od. 2, 396, Schlaf über Einen ausgießen; ἀνέμων ἀϋτμένα 3, 289; Τρῶες δ' ἐπὶ δούρατ' ἔχευαν Il. 5, 618; ἐπίχει τῶν βλασφημιῶν, stoße Schmähreden aus, Luc. Iup. trag. 35; – pass., ἰχθῦς νάπυϊ ἐπικεχυμένους, damit begossen, Luc. Asin. 47; – med., od. pass., darauf, darüber strömen, fließen, ἰλύος ἐπιχυ θείσης Xen. Oec. 17, 12; bes. übertr. von Menschen, zuströmen, Δαναοὶ δ' [[ἐπέχυντο]] νῆας ἀνὰ γλαφυράς Il. 16, 295. 15, 654; öfter Plut.; von Thieren, τοῖσι ἐναντίοισι ἐπιχυθέντας μῦς ἀρουραίους Her. 2, 141; von der Rede, die sich über Etwas verbreitet, Plat. Polit. 302 c Legg. VII, 793 b; vgl. noch Pol. τοσούτων μοι πραγμάτων ἐπικεχυμένων 8, 11, 3; – aor. 604. – Eigtl. med., sich aufschütten, aufhäufen, πολλὴν δ' ἐπεχεύατο ὕλην, χύσιν – φύλλων Od. 5, 257. 487; auch mit entfernterer Beziehung auf das subj., ἐπεχεύατο πήχεε παιδί, umarmte ihren Sohn, Ap. Rh. 1, 268. – Auch = für sich eingießen lassen, um auf Jemandes Gesundheit zu trinken, ἄκρατόν τινος, Theocr. 2, 151. 14, 18; ohne des Demetrius Gesundheit trinken, Phylarch. bei Ath. VI, 261 b. So auch das act., Posidipp. 10 (XII, 168), Ναννοῦς καὶ Λύδης ἐπίχει δύο, schenk zwei Becher ein auf die Gesundheit der N. u. L, Vgl. [[ἐπίχυσις]].
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐπιχεύσω, <i>ao.</i> [[ἐπέχευα]], <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> verser sur, répandre sur : χερσὶν [[ὕδωρ]] IL verser de l'eau sur les mains ; οἴνῳ [[ὕδωρ]] XÉN de l'eau sur du vin;<br /><b>2</b> verser par-dessus : ἰχθῦς νάπυϊ ἐπικεχυμένους LUC poissons inondés de moutarde;<br /><i><b>Pass.-Moy.</b></i> ἐπιχέομαι (<i>ao. Pass.</i> ἐπεχυθην, <i>ao. Moy.</i> ἐπεχευάμην);<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> se répandre sur ; <i>fig.</i> se mêler à, τινι;<br /><b>2</b> se répandre contre, se précipiter comme un torrent sur, τινι;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> répandre pour soi <i>ou</i> par soi-même : ὕλην OD répandre du lest ; χύσιν φύλλων OD répandre une couche de feuilles.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[χέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιχέω''': μέλλ. -χεῶ (ἴδε χέω), β΄ πρόσ. ἐπιχεῖς Ἀριστοφ. Εἰρ. 169: ἀόρ. α΄ ἐπέχεα: ― Ἐπικ. ἐνεστ. ἐπιχεύω: ἀόρ. α΄ ἐπέχευα: ἀπαρ. ἐπιχεῦαι Ὅμ. Χύνω [[ἐπάνω]] εἴς τι, [[ἐπιχύνω]], χέρνιβα δ’ [[ἀμφίπολος]] προχόῳ ἐπέχευε... νίψασθαι Ὀδ. Α. 136, κτλ.· πλῆρες, χερσὶν [[ὕδωρ]] ἐπιχεῦαι Ἰλ. Ω. 303· χερσὶ δ’ ἐφ’ [[ὕδωρ]] χευάντων Ὀδ. Δ. 213· οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ.· [[ὡσαύτως]], οἴνῳ ἐπιχέειν [[ὕδωρ]] Ξεν. Οἰκ. 17. 9. 2) μεταφ., τοῖσι δ’ ἐφ’ [[ὕπνον]] ἔχευε Ἰλ. Ω. 445· Τρῶες δ’ ἐπὶ δούρατ’ ἔχευαν Ε. 618· ἀνέμων ἐπ’ ἀϋτμένα χεῦεν Ὀδ. Γ. 289· θρῆνον ἐπ. Πινδ. Ι. 8 (7). 129· ὀδμὴν Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 191· βλασφημιῶν ἐπ. (γεν. διαιρ.) Λουκ. [[Ζεύς|Ζεὺς]] Τραγ. 35. 3) ἐπὶ στερεῶν, ὡς τὸ [[χώννυμι]], θανόντι χυτὴν ἐπὶ γαῖαν ἔχευαν Ὀδ. Γ. 258, πρβλ. Ἰλ. Ψ. 256· ἐπὶ σῆμ’ ἔχεεν Ζ. 419· [[οὕτως]] ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 205. ΙΙ. [[ἐγχέω]], [[ἐγχύνω]], ἀπαντλοῦντα καὶ ἐπ. Πλάτ. Πολ. 407D· ἓν ἀγαθὸν ἐπιχέασα, τρί’ ἀπαντλεῖ κακὰ Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 26· πληρῶ [[ποτήριον]]. Ναννοῦς καὶ Λύδης ἐπίχει δύο Ἀνθ. Π. 12. 168, πρβλ. Ὁρατ. ᾨδ. 3. 8, 13., 19. 9, καὶ ἴδε κατωτ. Β. ΙΙ. Β. Μέσ., [[ἐπιχύνω]] ἢ [[ῥίπτω]] [[ἐπάνω]] μου, χύσιν δ’ ἐπεχεύατο φύλλων Ὀδ. Ε. 487· ἐπεχεύατο πήχεε παιδί, ἐξέτεινε τὰς χεῖράς της περὶ τὸν παῖδα, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 268· [[ἀλλά]], πολλὴν ἐπεχεύατο ὕλην, δι’ ἑαυτόν, Ὀδ. Ε. 257. 2) ποντώθη δ’ ἄρα [[γαῖα]], βυθὸς δ’ ἐπεχεύατο πάντῃ, ἡ δὲ [[θάλασσα]] ἐπέχεεν ἑαυτὴν [[πανταχοῦ]], Κόϊντ. Σμ. 14. 604. ΙΙ. ἔδοξ’ ἐπιχεῖσθαι ἄκρατον, ὧτινος ἤθελ’ [[ἕκαστος]], [[ἤτοι]] λαμβάνειν καὶ ἐπισπένδειν εἰς οὗτινος [[ὄνομα]] ἤθελεν [[ἕκαστος]], ἐπὶ ἐρωτικῶν προπόσεων, Θεόκρ. 14. 18, πρβλ. Ἀντιφάν. ἐν «Διδύμοις» 3· [[ὡσαύτως]], ἔρωτος ἀκράτω (γεν. διαιρετ.) ἐπεχεῖτο Θεόκρ. 2. 152· καὶ [[ἁπλῶς]], ἐπιχεῖσθαί τινος Φύλαρχ. ἐν Ἀποσπ. 29· ἴδε Welcker Θέογν. 315, καὶ πρβλ. τὴν λ. [[ἐπίχυσις]] ΙΙ. Γ. Παθ., ἐπιχέομαι, χύνομαι [[ἐπάνω]], ἰλύος ἐπιχυθείσης Ξεν. Οἰκ. 17, 12· μεταφ., τοῖς Ἑλληνικοῖς ὀνόμασι τῶν Ἰταλικῶν ἐπικεχυμένων Πλουτ. Ρωμ. 15. 2) μεταφ., ἐπὶ πληθύος ἀνθρώπων συρρεόντων εἴς τινα τόπον, [[ἐπέχυντο]] (Ἐπικ. ἀόρ. β΄ παθ.), Ἰλ. Ο. 654· ἀνὰ νῆας Π. 295· [[οὕτως]], [[ἐπέρχομαι]] ὡς χείμαρρος ἢ [[ῥεῦμα]], τοῖς ἐναντίοισι ἐπιχυθέντας... μῦς ἀρουραίους Ἡρόδ. 2. 141· τοσούτων μοι πραγμάτων ἐπικεχυμένων Θεόπομπ. παρὰ Πολυβ. 8. 11, 13. 3) μεταφ., ἐπὶ λόγου, ἐγχέομαι ὡς [[προσθήκη]], Λατ. supervenio, τοῦ νῦν ἐπικεχυμένου λόγου, περὶ τῆς συζητήσεως ἧς τώρα ἐγένετο [[ἀρχή]], Πλάτ. Πολιτικ. 302C· ὁ νῦν δὴ [[λόγος]] ἡμῖν ἐπιχυθεὶς ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 793B. ΙΙ. ἐπὶ ὀπτῶν ἰχθύων,... ἰχθῦς, τοῦτο μὲν ἐν γάρῳ καὶ ἐλαίῳ κατακειμένους, τοῦτο δὲ νάπυϊ ἐπικεχυμένους Λουκ. Ὄνος 47.
|lstext='''ἐπιχέω''': μέλλ. -χεῶ (ἴδε χέω), β΄ πρόσ. ἐπιχεῖς Ἀριστοφ. Εἰρ. 169: ἀόρ. α΄ ἐπέχεα: ― Ἐπικ. ἐνεστ. ἐπιχεύω: ἀόρ. α΄ ἐπέχευα: ἀπαρ. ἐπιχεῦαι Ὅμ. Χύνω [[ἐπάνω]] εἴς τι, [[ἐπιχύνω]], χέρνιβα δ’ [[ἀμφίπολος]] προχόῳ ἐπέχευε... νίψασθαι Ὀδ. Α. 136, κτλ.· πλῆρες, χερσὶν [[ὕδωρ]] ἐπιχεῦαι Ἰλ. Ω. 303· χερσὶ δ’ ἐφ’ [[ὕδωρ]] χευάντων Ὀδ. Δ. 213· οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ.· [[ὡσαύτως]], οἴνῳ ἐπιχέειν [[ὕδωρ]] Ξεν. Οἰκ. 17. 9. 2) μεταφ., τοῖσι δ’ ἐφ’ [[ὕπνον]] ἔχευε Ἰλ. Ω. 445· Τρῶες δ’ ἐπὶ δούρατ’ ἔχευαν Ε. 618· ἀνέμων ἐπ’ ἀϋτμένα χεῦεν Ὀδ. Γ. 289· θρῆνον ἐπ. Πινδ. Ι. 8 (7). 129· ὀδμὴν Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 191· βλασφημιῶν ἐπ. (γεν. διαιρ.) Λουκ. [[Ζεύς|Ζεὺς]] Τραγ. 35. 3) ἐπὶ στερεῶν, ὡς τὸ [[χώννυμι]], θανόντι χυτὴν ἐπὶ γαῖαν ἔχευαν Ὀδ. Γ. 258, πρβλ. Ἰλ. Ψ. 256· ἐπὶ σῆμ’ ἔχεεν Ζ. 419· [[οὕτως]] ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 205. ΙΙ. [[ἐγχέω]], [[ἐγχύνω]], ἀπαντλοῦντα καὶ ἐπ. Πλάτ. Πολ. 407D· ἓν ἀγαθὸν ἐπιχέασα, τρί’ ἀπαντλεῖ κακὰ Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 26· πληρῶ [[ποτήριον]]. Ναννοῦς καὶ Λύδης ἐπίχει δύο Ἀνθ. Π. 12. 168, πρβλ. Ὁρατ. ᾨδ. 3. 8, 13., 19. 9, καὶ ἴδε κατωτ. Β. ΙΙ. Β. Μέσ., [[ἐπιχύνω]] ἢ [[ῥίπτω]] [[ἐπάνω]] μου, χύσιν δ’ ἐπεχεύατο φύλλων Ὀδ. Ε. 487· ἐπεχεύατο πήχεε παιδί, ἐξέτεινε τὰς χεῖράς της περὶ τὸν παῖδα, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 268· [[ἀλλά]], πολλὴν ἐπεχεύατο ὕλην, δι’ ἑαυτόν, Ὀδ. Ε. 257. 2) ποντώθη δ’ ἄρα [[γαῖα]], βυθὸς δ’ ἐπεχεύατο πάντῃ, ἡ δὲ [[θάλασσα]] ἐπέχεεν ἑαυτὴν [[πανταχοῦ]], Κόϊντ. Σμ. 14. 604. ΙΙ. ἔδοξ’ ἐπιχεῖσθαι ἄκρατον, ὧτινος ἤθελ’ [[ἕκαστος]], [[ἤτοι]] λαμβάνειν καὶ ἐπισπένδειν εἰς οὗτινος [[ὄνομα]] ἤθελεν [[ἕκαστος]], ἐπὶ ἐρωτικῶν προπόσεων, Θεόκρ. 14. 18, πρβλ. Ἀντιφάν. ἐν «Διδύμοις» 3· [[ὡσαύτως]], ἔρωτος ἀκράτω (γεν. διαιρετ.) ἐπεχεῖτο Θεόκρ. 2. 152· καὶ [[ἁπλῶς]], ἐπιχεῖσθαί τινος Φύλαρχ. ἐν Ἀποσπ. 29· ἴδε Welcker Θέογν. 315, καὶ πρβλ. τὴν λ. [[ἐπίχυσις]] ΙΙ. Γ. Παθ., ἐπιχέομαι, χύνομαι [[ἐπάνω]], ἰλύος ἐπιχυθείσης Ξεν. Οἰκ. 17, 12· μεταφ., τοῖς Ἑλληνικοῖς ὀνόμασι τῶν Ἰταλικῶν ἐπικεχυμένων Πλουτ. Ρωμ. 15. 2) μεταφ., ἐπὶ πληθύος ἀνθρώπων συρρεόντων εἴς τινα τόπον, [[ἐπέχυντο]] (Ἐπικ. ἀόρ. β΄ παθ.), Ἰλ. Ο. 654· ἀνὰ νῆας Π. 295· [[οὕτως]], [[ἐπέρχομαι]] ὡς χείμαρρος ἢ [[ῥεῦμα]], τοῖς ἐναντίοισι ἐπιχυθέντας... μῦς ἀρουραίους Ἡρόδ. 2. 141· τοσούτων μοι πραγμάτων ἐπικεχυμένων Θεόπομπ. παρὰ Πολυβ. 8. 11, 13. 3) μεταφ., ἐπὶ λόγου, ἐγχέομαι ὡς [[προσθήκη]], Λατ. supervenio, τοῦ νῦν ἐπικεχυμένου λόγου, περὶ τῆς συζητήσεως ἧς τώρα ἐγένετο [[ἀρχή]], Πλάτ. Πολιτικ. 302C· ὁ νῦν δὴ [[λόγος]] ἡμῖν ἐπιχυθεὶς ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 793B. ΙΙ. ἐπὶ ὀπτῶν ἰχθύων,... ἰχθῦς, τοῦτο μὲν ἐν γάρῳ καὶ ἐλαίῳ κατακειμένους, τοῦτο δὲ νάπυϊ ἐπικεχυμένους Λουκ. Ὄνος 47.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐπιχεύσω, <i>ao.</i> [[ἐπέχευα]], <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> verser sur, répandre sur : χερσὶν [[ὕδωρ]] IL verser de l'eau sur les mains ; οἴνῳ [[ὕδωρ]] XÉN de l'eau sur du vin;<br /><b>2</b> verser par-dessus : ἰχθῦς νάπυϊ ἐπικεχυμένους LUC poissons inondés de moutarde;<br /><i><b>Pass.-Moy.</b></i> ἐπιχέομαι (<i>ao. Pass.</i> ἐπεχυθην, <i>ao. Moy.</i> ἐπεχευάμην);<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> se répandre sur ; <i>fig.</i> se mêler à, τινι;<br /><b>2</b> se répandre contre, se précipiter comme un torrent sur, τινι;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> répandre pour soi <i>ou</i> par soi-même : ὕλην OD répandre du lest ; χύσιν φύλλων OD répandre une couche de feuilles.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[χέω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth