Anonymous

ἐπορθρεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’o" to "d'o")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1009.png Seite 1009]] Etwas am frühen Morgen thun, früh aufstehen u. dgl., Luc. Somn. 1, [[varia lectio|v.l.]]; VLL.; auch im med., Dio Chrys.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1009.png Seite 1009]] Etwas am frühen Morgen thun, früh aufstehen u. dgl., Luc. Somn. 1, [[varia lectio|v.l.]]; VLL.; auch im med., Dio Chrys.
}}
{{bailly
|btext=<i>d'ord. au Moy.</i> [[ἐπορθρεύομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπορθρεύω''': ἐγείρομαι ἐνωρίς, Ἐτυμ. Μ. 368. 1. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπορθρεῦσαι· ἐπαγρυπνῆσαι». ― Μέσ., Δίων Χρ. 1. 371, Λουκ. Ἐνύπν. 1, Πολυδ. Α΄, 71. ΙΙ. ἵνα πατρὶ γόους νυχίους ἐπορθρεύσω, ἵνα εἴπω [[πρωὶ]] [[πρωὶ]] εἰς τὸν πατέρα μου τοὺς νυκτερινούς μου θρήνους, Εὐρ. Ἠλ. 142 (ὡς ὁ Δινδ. ἀντὶ ἐπορθοβοάσω).
|lstext='''ἐπορθρεύω''': ἐγείρομαι ἐνωρίς, Ἐτυμ. Μ. 368. 1. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπορθρεῦσαι· ἐπαγρυπνῆσαι». ― Μέσ., Δίων Χρ. 1. 371, Λουκ. Ἐνύπν. 1, Πολυδ. Α΄, 71. ΙΙ. ἵνα πατρὶ γόους νυχίους ἐπορθρεύσω, ἵνα εἴπω [[πρωὶ]] [[πρωὶ]] εἰς τὸν πατέρα μου τοὺς νυκτερινούς μου θρήνους, Εὐρ. Ἠλ. 142 (ὡς ὁ Δινδ. ἀντὶ ἐπορθοβοάσω).
}}
{{bailly
|btext=<i>d'ord. au Moy.</i> [[ἐπορθρεύομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml