Anonymous

ἐπιφορά: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’o" to "d'o")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1000.png Seite 1000]] ἡ, 1) das Dazubringen, Hinzutragen, τὴν τοῦ ἀνομοίου δόσιν καὶ ἐπιφοράν Plat. Crat. 430 d; ὀνομάτων, das Beilegen der Namen, Legg. XII, 944 b, vgl. Crat. 430 d; – die Zugabe, zum Solde, Zulage, Thuc. 6, 31; D. Sic. 17, 94; αἱ [[ἔξωθεν]] ἐπιφοραίD. Cass. 47, 17; vgl. Poll. 3, 94; die Zufuhr, Pol. 5, 90, 4; von Speisen, das Aufgetragene, od. der Nachtisch, Damox. bei Ath. III, 103 a (vgl. [[ἐπιφόρημα]]); – das den Todten zum Geschenk, Opfer Dargebrachte, Plut. Num. 22 (vgl. [[ἐπιφέρω]]). – 2) das Herankommen, Andringen, der Andrang, ἀνέμων Theophr.; ὄμβρων, χειμῶνος, auch δακρύων, Pol. 4, 41, 7. 5, 51. 15, 26, 3; ῥευμάτων Plut. Arist. 6; a. Sp.; Anfall, Angriff, Pol. 6, 55, 2 u. oft. – Daher auch Anklage, Rhett., bei denen es auch die kraftvolle Wiederholung eines oder mehrerer Wörter bedeutet, ῥεύματος, von Feuchtigkeit aus irgend einem Theile des Körpers, Medic. – 3) der Schluß in der Logik, Sext. Emp. Pyrrh. 2, 136; D. L.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1000.png Seite 1000]] ἡ, 1) das Dazubringen, Hinzutragen, τὴν τοῦ ἀνομοίου δόσιν καὶ ἐπιφοράν Plat. Crat. 430 d; ὀνομάτων, das Beilegen der Namen, Legg. XII, 944 b, vgl. Crat. 430 d; – die Zugabe, zum Solde, Zulage, Thuc. 6, 31; D. Sic. 17, 94; αἱ [[ἔξωθεν]] ἐπιφοραίD. Cass. 47, 17; vgl. Poll. 3, 94; die Zufuhr, Pol. 5, 90, 4; von Speisen, das Aufgetragene, od. der Nachtisch, Damox. bei Ath. III, 103 a (vgl. [[ἐπιφόρημα]]); – das den Todten zum Geschenk, Opfer Dargebrachte, Plut. Num. 22 (vgl. [[ἐπιφέρω]]). – 2) das Herankommen, Andringen, der Andrang, ἀνέμων Theophr.; ὄμβρων, χειμῶνος, auch δακρύων, Pol. 4, 41, 7. 5, 51. 15, 26, 3; ῥευμάτων Plut. Arist. 6; a. Sp.; Anfall, Angriff, Pol. 6, 55, 2 u. oft. – Daher auch Anklage, Rhett., bei denen es auch die kraftvolle Wiederholung eines oder mehrerer Wörter bedeutet, ῥεύματος, von Feuchtigkeit aus irgend einem Theile des Körpers, Medic. – 3) der Schluß in der Logik, Sext. Emp. Pyrrh. 2, 136; D. L.
}}
{{bailly
|btext=ᾶς (ἡ) :<br /><b>I.</b> action de porter sur <i>ou</i> vers, <i>d'où</i><br /><b>1</b> apport d'offrandes sur un tombeau;<br /><b>2</b> action de se porter sur, de se jeter sur, attaque, charge (de cavalerie), irruption (d’une tempête, de la pluie) ; flux d’humeurs, fluxion;<br /><b>II.</b> action de porter en outre ; addition à une solde.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιφέρω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιφορά''': ἡ, ([[ἐπιφέρω]]) τὸ ἐπιφέρειν τι εἴς τι ἢ ἐπί τι, [[ἐντεῦθεν]], 1) [[προσθήκη]] τις γινομένη εἰς τὸν μισθόν τινος, Θουκ. 6. 31, Διόδ. 17. 94· [[προσθήκη]] συντελοῦσα εἴς τι, ἡ [[ἔξωθεν]] ἐπ. τῆς εὐδαιμονίας Πολύβ. 5. 90, 4. 2) τὸ ἐπιφέρειν, ἐπιβάλλειν, [[ἐπιβολή]], ὀνομάτων Πλάτ. Κρατ. 430D, Νόμ. 944Β. 3) [[προσθήκη]], δευτέρα σειρὰ φαγητῶν ἐπὶ δείπνου, Δαμόξ. ἐν «Συντρόφοις» 1. 58· πρβλ. [[ἐπιφόρημα]]. ΙΙ. (ἐκ τοῦ Παθ.) προσφορὰ γινομένη ἐπὶ τοῦ τάφου, Πλουτ. Νουμ. 22. 2) [[αἰφνίδιος]] [[προσβολή]], [[ὁρμή]], βία, Λατ. impetus, Πολύβ. 6. 55, 2, κτλ.· ἐπ. ὄμβρων, χειμῶνος, δακρύων, [[αἰφνίδιος]] [[βροχή]], αἰφνίδια δάκρυα, ὁ αὐτ. 4. 41. 7, κτλ.· ἐπ. ἀνέμων Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 12, 11· ἡ [[ἐπίθεσις]] ῥήτορος, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[ἀπολογία]], Φιλόστρ. 542· ἡ τῆς αἰσθήσεως ἐπ., [[προσοχή]], Πλούτ. 2. 1144b. 3) ἐπ. ῥευμάτων, ἐπιρροὴ ὑγρῶν, Λατ. epiphora, [[αὐτόθι]] 102Α, Γαλην. τ. 13. σ. 439C. ΙΙΙ. ἐν τῇ Ρητορικῇ, ἡ δευτέρα [[πρότασις]] ἔν τινι περιόδῳ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἀρχή]], Διον. Ἁλ. π. Δημ. 20· ἐν τῇ λογικῇ, τὸ [[συμπέρασμα]] συλλογισμοῦ ἢ ὑποθέσεώς τινος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 301.
|lstext='''ἐπιφορά''': ἡ, ([[ἐπιφέρω]]) τὸ ἐπιφέρειν τι εἴς τι ἢ ἐπί τι, [[ἐντεῦθεν]], 1) [[προσθήκη]] τις γινομένη εἰς τὸν μισθόν τινος, Θουκ. 6. 31, Διόδ. 17. 94· [[προσθήκη]] συντελοῦσα εἴς τι, ἡ [[ἔξωθεν]] ἐπ. τῆς εὐδαιμονίας Πολύβ. 5. 90, 4. 2) τὸ ἐπιφέρειν, ἐπιβάλλειν, [[ἐπιβολή]], ὀνομάτων Πλάτ. Κρατ. 430D, Νόμ. 944Β. 3) [[προσθήκη]], δευτέρα σειρὰ φαγητῶν ἐπὶ δείπνου, Δαμόξ. ἐν «Συντρόφοις» 1. 58· πρβλ. [[ἐπιφόρημα]]. ΙΙ. (ἐκ τοῦ Παθ.) προσφορὰ γινομένη ἐπὶ τοῦ τάφου, Πλουτ. Νουμ. 22. 2) [[αἰφνίδιος]] [[προσβολή]], [[ὁρμή]], βία, Λατ. impetus, Πολύβ. 6. 55, 2, κτλ.· ἐπ. ὄμβρων, χειμῶνος, δακρύων, [[αἰφνίδιος]] [[βροχή]], αἰφνίδια δάκρυα, ὁ αὐτ. 4. 41. 7, κτλ.· ἐπ. ἀνέμων Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 12, 11· ἡ [[ἐπίθεσις]] ῥήτορος, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[ἀπολογία]], Φιλόστρ. 542· ἡ τῆς αἰσθήσεως ἐπ., [[προσοχή]], Πλούτ. 2. 1144b. 3) ἐπ. ῥευμάτων, ἐπιρροὴ ὑγρῶν, Λατ. epiphora, [[αὐτόθι]] 102Α, Γαλην. τ. 13. σ. 439C. ΙΙΙ. ἐν τῇ Ρητορικῇ, ἡ δευτέρα [[πρότασις]] ἔν τινι περιόδῳ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἀρχή]], Διον. Ἁλ. π. Δημ. 20· ἐν τῇ λογικῇ, τὸ [[συμπέρασμα]] συλλογισμοῦ ἢ ὑποθέσεώς τινος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 301.
}}
{{bailly
|btext=ᾶς (ἡ) :<br /><b>I.</b> action de porter sur <i>ou</i> vers, <i>d'où</i><br /><b>1</b> apport d'offrandes sur un tombeau;<br /><b>2</b> action de se porter sur, de se jeter sur, attaque, charge (de cavalerie), irruption (d’une tempête, de la pluie) ; flux d’humeurs, fluxion;<br /><b>II.</b> action de porter en outre ; addition à une solde.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιφέρω]].
}}
}}
{{grml
{{grml