Anonymous

ἐπωφελέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1016.png Seite 1016]] (dazu, dabei) helfen, nützen, beistehen, hülfreich sein, τινά, Soph. Phil. 893; Eur. Or. 955; τί δὴ ἐκ τούτων μ' ἐπωφελήσεις Ar. Nubb. 1442; so Plat. Legg. VIII, 843 c; Xen. Oec. 11, 9; – c. dat., οἱ δ' ἐπωφελεῖν τῷ πατρὶ δυνάμενοι Soph. O. C. 442; Eur. Andr. 676; – ἐδεξάμην [[δῶρον]] ὃ μήποτ' ἐπωφέλησα πόλεως ἐξελέσθαι Soph. O. C. 540, einen Lohn habe ich empfangen, von dem ich wünschte, daß, ihn zu erlangen, ich niemals der Stadt möchte einen Dienst geleistet haben.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1016.png Seite 1016]] (dazu, dabei) helfen, nützen, beistehen, hülfreich sein, τινά, Soph. Phil. 893; Eur. Or. 955; τί δὴ ἐκ τούτων μ' ἐπωφελήσεις Ar. Nubb. 1442; so Plat. Legg. VIII, 843 c; Xen. Oec. 11, 9; – c. dat., οἱ δ' ἐπωφελεῖν τῷ πατρὶ δυνάμενοι Soph. O. C. 442; Eur. Andr. 676; – ἐδεξάμην [[δῶρον]] ὃ μήποτ' ἐπωφέλησα πόλεως ἐξελέσθαι Soph. O. C. 540, einen Lohn habe ich empfangen, von dem ich wünschte, daß, ihn zu erlangen, ich niemals der Stadt möchte einen Dienst geleistet haben.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> être utile à, aider, assister, secourir : τινα, τινι qqn ; τινά [[τι]] aider qqn en qch;<br /><b>2</b> devoir, mériter de, inf..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ὠφελέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπωφελέω''': ὠφελῶ ἢ βοηθῶ τινα εἴς τι, τινά τι, τινά, οὐδὲν Σοφ. Ἠλ. 1005, Εὐρ. Ὀρ. 955, Ἀριστοφ. Νεφ. 1442, Πλάτ., κτλ,: ἐπ. τινα, βοηθεῖν, ἐπικουρεῖν, Σοφ. Ἠλ. 578, Φιλ. 905, 1371· τινι ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 441, Εὐρ. Ἀνδρ. 677· ἀπολ., Πλάτ. Νόμ. 843C. - Παθ., [[λαμβάνω]] βοήθειαν, Φαλάρ. Ἐπιστ. 113: - ἐν Σοφ. Ο.Κ. 541, ἐδεξάμην [[δῶρον]], ὃ μήποτ’… ἐπωφέλησα πόλεος ἐξελέσθαι, ὁ Σχολ. ἐκλαμβάνει τὸ ἐπωφέλησα ὡς ὤφελον, [[εἴθε]] νὰ μὴ εἶχον δεχθῆ. Ὁ Ἕρμ. πειρᾶται νὰ διατηρήσῃ τὴν συνήθη σημασίαν διά τινος ἑρμηνείας [[λίαν]] βεβιασμένης, ἴδε τὴν σημείωσιν [[αὐτοῦ]]. Ὁ Jebb ἔχει ἐπωφελήσας, ἴδε σημ. [[αὐτοῦ]] ἐν τόπῳ καὶ τὸ [[παράρτημα]] ἐν σ. 278.
|lstext='''ἐπωφελέω''': ὠφελῶ ἢ βοηθῶ τινα εἴς τι, τινά τι, τινά, οὐδὲν Σοφ. Ἠλ. 1005, Εὐρ. Ὀρ. 955, Ἀριστοφ. Νεφ. 1442, Πλάτ., κτλ,: ἐπ. τινα, βοηθεῖν, ἐπικουρεῖν, Σοφ. Ἠλ. 578, Φιλ. 905, 1371· τινι ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 441, Εὐρ. Ἀνδρ. 677· ἀπολ., Πλάτ. Νόμ. 843C. - Παθ., [[λαμβάνω]] βοήθειαν, Φαλάρ. Ἐπιστ. 113: - ἐν Σοφ. Ο.Κ. 541, ἐδεξάμην [[δῶρον]], ὃ μήποτ’… ἐπωφέλησα πόλεος ἐξελέσθαι, ὁ Σχολ. ἐκλαμβάνει τὸ ἐπωφέλησα ὡς ὤφελον, [[εἴθε]] νὰ μὴ εἶχον δεχθῆ. Ὁ Ἕρμ. πειρᾶται νὰ διατηρήσῃ τὴν συνήθη σημασίαν διά τινος ἑρμηνείας [[λίαν]] βεβιασμένης, ἴδε τὴν σημείωσιν [[αὐτοῦ]]. Ὁ Jebb ἔχει ἐπωφελήσας, ἴδε σημ. [[αὐτοῦ]] ἐν τόπῳ καὶ τὸ [[παράρτημα]] ἐν σ. 278.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> être utile à, aider, assister, secourir : τινα, τινι qqn ; τινά [[τι]] aider qqn en qch;<br /><b>2</b> devoir, mériter de, inf..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ὠφελέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm