Anonymous

ἐρατός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1018.png Seite 1018]] ή, όν, = [[ἐραστός]], geliebt, ersehnt, lieblich, anmuthig, δῶρ' ἐρατὰ Ἀφροδίτης Il. 3, 64; ἔργ' ἐρατὰ ἀνθρώπων Hes. Th. 879; [[φιλότης]] 970; φυήν τ' ἐρατὴ καὶ [[εἶδος]] [[ἄμωμος]] 259; [[φάος]] Pind. Ol. 11, 78; [[παῖς]] 11, 103; [[ὠδίς]] 6, 43; ἐρατῶν στηθέων Aesch. Spt. 864; μολπαὶ ἐραταί Eur. El. 718; ὕμνοι Ar. Th. 993; sp. D., ἐρατώτατον [[ἄνθος]] Ep. ad. 29 (XII, 151).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1018.png Seite 1018]] ή, όν, = [[ἐραστός]], geliebt, ersehnt, lieblich, anmuthig, δῶρ' ἐρατὰ Ἀφροδίτης Il. 3, 64; ἔργ' ἐρατὰ ἀνθρώπων Hes. Th. 879; [[φιλότης]] 970; φυήν τ' ἐρατὴ καὶ [[εἶδος]] [[ἄμωμος]] 259; [[φάος]] Pind. Ol. 11, 78; [[παῖς]] 11, 103; [[ὠδίς]] 6, 43; ἐρατῶν στηθέων Aesch. Spt. 864; μολπαὶ ἐραταί Eur. El. 718; ὕμνοι Ar. Th. 993; sp. D., ἐρατώτατον [[ἄνθος]] Ep. ad. 29 (XII, 151).
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> aimable, charmant;<br /><b>2</b> aimé de, τινι.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ἐράω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρᾰτός''': -ή, -όν, ([[ἐράω]]) [[ἐπέραστος]], [[χαρίεις]], [[ἐράσμιος]], [[ἐπαφρόδιτος]], ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, δῶρ’ ἐρατά... χρυσέης Ἀφροδίτης Ἰλ. Γ. 64.· ἔργ’ ἀνθρώπων Ἡσ. Θ. 879· [[φιλότης]] [[αὐτόθι]] 970· [[χέλυς]], [[φωνή]], [[πόλις]] Ὁμ. Ὕμν.· [[χῶρος]] Ἀρχίλ. 18· [[αἰδώς]], [[κῶμος]] Πινδ. Π. 9. 20, Ι. 2. 45· [[συχνάκις]] δὲ καὶ παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. καὶ ἐν τῇ Ἀνθ.· [[ὡσαύτως]] ἐν λυρικοῖς χωρίοις τῶν Ἀττ. ποιητῶν, στήθεα Αἰσχύλ. Θήβ. 864· [[λέχος]] Εὐρ. Ἡρακλ. 915· μολπὴ ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 718· ὕμνοι Ἀριστοφ. Θεσμ. 993: - ἐπὶ προσ., φυὴν ἐρατὴ Ἡσ. Θ. 259, 355· νέοι ἄνδρες ἐρατοὶ Θέογν. 242· [[παῖς]] Πινδ. Ο. 10 (11). 120, πρβλ. 6. 74: - οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ἐρατὸν κιθαρίζειν, ἐρασμίως, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 423, 455. 3) [[ἀγαπητός]], ἀνδράσι μὲν θνητὸς [[ἰδεῖν]] ἐρατὸς δὲ γυναιξὶ Τυρταῖος 7. 29. - Πρβλ. [[ἐραννός]], [[ἐρατεινός]]· οἱ τοῦ πεζοῦ λόγου τύποι [[εἶναι]], [[ἐραστός]], [[ἐράσμιος]].
|lstext='''ἐρᾰτός''': -ή, -όν, ([[ἐράω]]) [[ἐπέραστος]], [[χαρίεις]], [[ἐράσμιος]], [[ἐπαφρόδιτος]], ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, δῶρ’ ἐρατά... χρυσέης Ἀφροδίτης Ἰλ. Γ. 64.· ἔργ’ ἀνθρώπων Ἡσ. Θ. 879· [[φιλότης]] [[αὐτόθι]] 970· [[χέλυς]], [[φωνή]], [[πόλις]] Ὁμ. Ὕμν.· [[χῶρος]] Ἀρχίλ. 18· [[αἰδώς]], [[κῶμος]] Πινδ. Π. 9. 20, Ι. 2. 45· [[συχνάκις]] δὲ καὶ παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. καὶ ἐν τῇ Ἀνθ.· [[ὡσαύτως]] ἐν λυρικοῖς χωρίοις τῶν Ἀττ. ποιητῶν, στήθεα Αἰσχύλ. Θήβ. 864· [[λέχος]] Εὐρ. Ἡρακλ. 915· μολπὴ ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 718· ὕμνοι Ἀριστοφ. Θεσμ. 993: - ἐπὶ προσ., φυὴν ἐρατὴ Ἡσ. Θ. 259, 355· νέοι ἄνδρες ἐρατοὶ Θέογν. 242· [[παῖς]] Πινδ. Ο. 10 (11). 120, πρβλ. 6. 74: - οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ἐρατὸν κιθαρίζειν, ἐρασμίως, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 423, 455. 3) [[ἀγαπητός]], ἀνδράσι μὲν θνητὸς [[ἰδεῖν]] ἐρατὸς δὲ γυναιξὶ Τυρταῖος 7. 29. - Πρβλ. [[ἐραννός]], [[ἐρατεινός]]· οἱ τοῦ πεζοῦ λόγου τύποι [[εἶναι]], [[ἐραστός]], [[ἐράσμιος]].
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> aimable, charmant;<br /><b>2</b> aimé de, τινι.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ἐράω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth