Anonymous

ἐπιτρόχαλος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0997.png Seite 997]] darüber hinlaufend, flüchtig, χρόνοι D. Hal. C. V. 18; schnell, καὶ καταφερὴς [[ῥύσις]] τῆς λέξεως iud. Dem. 40.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0997.png Seite 997]] darüber hinlaufend, flüchtig, χρόνοι D. Hal. C. V. 18; schnell, καὶ καταφερὴς [[ῥύσις]] τῆς λέξεως iud. Dem. 40.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui court <i>ou</i> coule rapidement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], τρόχαλος.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιτρόχᾰλος''': -ον, ἐπὶ ῥυθμῶν, [[γοργός]], οὐκ ἐπιτροχάλους καὶ ταχεῖς... ἀποδίδοσθαι τοὺς χρόνους Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 18· μεταφ., [[ταχύς]], [[ταχέως]] ῥέων, ὁ αὐτ. περὶ Δημ. 40. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπιτρόχαλον· πυκνῶς καὶ [[ταχέως]]».
|lstext='''ἐπιτρόχᾰλος''': -ον, ἐπὶ ῥυθμῶν, [[γοργός]], οὐκ ἐπιτροχάλους καὶ ταχεῖς... ἀποδίδοσθαι τοὺς χρόνους Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 18· μεταφ., [[ταχύς]], [[ταχέως]] ῥέων, ὁ αὐτ. περὶ Δημ. 40. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπιτρόχαλον· πυκνῶς καὶ [[ταχέως]]».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui court <i>ou</i> coule rapidement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], τρόχαλος.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιτρόχαλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ελαφρός]], [[ευκίνητος]], γρήγορος («ούκ ἐπιτροχάλους καὶ ταχεῑς... ἀποδίδοσθαι τοὺς χρόνους», Διον. Αλ.)<br /><b>2.</b> [[ταχύς]], αυτός που ρέει με [[ταχύτητα]] («[[ἐπιτρόχαλος]] καὶ καταφερὴς [[ῥύσις]] τῆς λέξεως», Δίον. Αλ.)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐπιτρόχαλον<br />πυκνῶς καὶ [[ταχέως]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[τροχαλός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τροχός]])].
|mltxt=[[ἐπιτρόχαλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ελαφρός]], [[ευκίνητος]], γρήγορος («ούκ ἐπιτροχάλους καὶ ταχεῑς... ἀποδίδοσθαι τοὺς χρόνους», Διον. Αλ.)<br /><b>2.</b> [[ταχύς]], αυτός που ρέει με [[ταχύτητα]] («[[ἐπιτρόχαλος]] καὶ καταφερὴς [[ῥύσις]] τῆς λέξεως», Δίον. Αλ.)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐπιτρόχαλον<br />πυκνῶς καὶ [[ταχέως]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[τροχαλός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τροχός]])].
}}
}}