Anonymous

ἐπιτηρέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0992.png Seite 992]] abpassen, ablauern, abwarten; νύκτα H. h. Cer. 245; Βορέαν Ar. Ach. 922; τὴν θεράπαιναν Lys. 1, 8. 16; ἐπιτηρῶν [[ὁπότε]] ἔμελλον ὁμολογήσειν Xen. Hell. 2, 2, 16; Sp. καιρόν u. ä., Plut.; – daran, dabei beobachten, auf Etwas Acht haben, darauf merken, ἐπιτήρει τὸ [[βλάβος]] Ar. Ran. 1151; Eccl. 633; ἐπετήρουν τοὺς Ἀθηναίους, οἷ κατασχήσουσιν Thuc. 4, 42; ἀπιόντας 5, 37; ἐπιτηρήσας [[ἄλλοσε]] τὸν νοῦν ἔχοντα Plat. Theag. 129 c; πρότερον μὲν γὰρ ὅ τι παρ' ὑμῖν ἐψήφισται, τοῦτο ἐπετήρουν οἱ ἄλλοι πάντες Ἕλληνες, Dem. – Med., τὸν ἔκπλουν, Heliod. 5, 20.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0992.png Seite 992]] abpassen, ablauern, abwarten; νύκτα H. h. Cer. 245; Βορέαν Ar. Ach. 922; τὴν θεράπαιναν Lys. 1, 8. 16; ἐπιτηρῶν [[ὁπότε]] ἔμελλον ὁμολογήσειν Xen. Hell. 2, 2, 16; Sp. καιρόν u. ä., Plut.; – daran, dabei beobachten, auf Etwas Acht haben, darauf merken, ἐπιτήρει τὸ [[βλάβος]] Ar. Ran. 1151; Eccl. 633; ἐπετήρουν τοὺς Ἀθηναίους, οἷ κατασχήσουσιν Thuc. 4, 42; ἀπιόντας 5, 37; ἐπιτηρήσας [[ἄλλοσε]] τὸν νοῦν ἔχοντα Plat. Theag. 129 c; πρότερον μὲν γὰρ ὅ τι παρ' ὑμῖν ἐψήφισται, τοῦτο ἐπετήρουν οἱ ἄλλοι πάντες Ἕλληνες, Dem. – Med., τὸν ἔκπλουν, Heliod. 5, 20.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />observer attentivement, guetter, épier, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[τηρέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιτηρέω''': παραμονεύω, καιροφυλακῶ, νύκτ’ ἐπιτηρήσασα θυώδεος ἐκ θαλάμοιο Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 245· βορὲαν ἐπιτηρήσας μέγαν [[αὐτόθι]] 922· ἐπετήρουν ἀπιόντας αὐτοὺς Θουκ. 5. 37, πρβλ. 4. 42· ἐπιτηρῶν τὴν θεράπαιναν τὴν εἰς τὴν ἀγορὰν βαδίζουσαν Λυσ. 1. 2, 4· σὺ δ’ ἐπιτήρει τὸ [[βλάβος]], σὺ δὲ κύτταξε ν’ ἀνακαλύψῃς τὸ [[σφάλμα]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 1151· κᾆτ' ἐπιτήρει, [[ὅταν]] ἤδη ’γὼ κτλ. ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 633· ὃς (ὁ [[κύων]]) κέρκῳ σαίνων σ’, [[ὁπόταν]] δειπνῇς ἐπιτηρῶν, ἐξέδεταί σου τοὔψον Ἱππ. 1031· [[ὁπότε]]... Ξενοφ. Ἑλλ. 2. 2, 16: Μέσ., Ἡλιόδ. 5. 20.
|lstext='''ἐπιτηρέω''': παραμονεύω, καιροφυλακῶ, νύκτ’ ἐπιτηρήσασα θυώδεος ἐκ θαλάμοιο Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 245· βορὲαν ἐπιτηρήσας μέγαν [[αὐτόθι]] 922· ἐπετήρουν ἀπιόντας αὐτοὺς Θουκ. 5. 37, πρβλ. 4. 42· ἐπιτηρῶν τὴν θεράπαιναν τὴν εἰς τὴν ἀγορὰν βαδίζουσαν Λυσ. 1. 2, 4· σὺ δ’ ἐπιτήρει τὸ [[βλάβος]], σὺ δὲ κύτταξε ν’ ἀνακαλύψῃς τὸ [[σφάλμα]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 1151· κᾆτ' ἐπιτήρει, [[ὅταν]] ἤδη ’γὼ κτλ. ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 633· ὃς (ὁ [[κύων]]) κέρκῳ σαίνων σ’, [[ὁπόταν]] δειπνῇς ἐπιτηρῶν, ἐξέδεταί σου τοὔψον Ἱππ. 1031· [[ὁπότε]]... Ξενοφ. Ἑλλ. 2. 2, 16: Μέσ., Ἡλιόδ. 5. 20.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />observer attentivement, guetter, épier, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[τηρέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm