Anonymous

ἐφόριος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1122.png Seite 1122]] α, ον, an der Gränze, ἀγορὰ [[ἐφορία]], der Gränzmarkt, wo die Leute aus angränzenden Bezirken zum Handel zusammenkommen, Dem. 23, 37, im Gesetz, von Dem. selbst ib. §. 39 erkl.; – an der Gränze stehend, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1122.png Seite 1122]] α, ον, an der Gränze, ἀγορὰ [[ἐφορία]], der Gränzmarkt, wo die Leute aus angränzenden Bezirken zum Handel zusammenkommen, Dem. 23, 37, im Gesetz, von Dem. selbst ib. §. 39 erkl.; – an der Gränze stehend, Sp.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> qui est <i>ou</i> a lieu sur la frontière;<br /><b>2</b> qui borne, qui limite.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ὅρος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐφόριος''': -α, -ον, (ὅρος) συνορεύων, [[γείτων]], Ρωμαίων καὶ Παρθυαίων ὄντες ἐφόριοι Ἀππ. Ἐμφυλ. 5.9· ἐπὶ τῶν συνόρων, ἀγορᾶς ἐφορίας Νόμος παρὰ Δημ. 631 ἐν τέλει, ἐξηγεῖται δὲ τὴν λέξιν αὐτὸς ὁ Δημοσθένης ὀλίγον κατωτέρω (632, 24) «ἀγορᾶς ἐφορίας· τί τοῦτο λέγων; τῶν ὁρίων τῆς χώρας· [[ἐνταῦθα]] γάρ, ὥς γ’ ἐμοὶ δοκεῖ, τἀρχαῖα συνῇσαν οἱ πρόσχωροι παρὰ θ’ ἡμῶν καὶ τῶν ἀστυγειτόνων, [[ὅθεν]] ὠνόμακεν ἀγορὰν ἐφορίαν», δηλ. ἀγορὰν γινομένην ἐν τοῖς συνόροις, [[ἔνθα]] οἱ ὅμοροι λαοὶ συνήρχοντο [[χάριν]] ἀγοραπωλησίας ἢ δι’ ἄλλον λόγον, ἴδε σημ Weber ἐν τόπῳ, Πολυδ. Θ΄, 8· πόλεις ἐφορίας ἐδείμασθε Ἀριστείδ. τ. 1. σ. 219· [[στήλη]] ἐφορία Πολυδ. Θ΄, 8.
|lstext='''ἐφόριος''': -α, -ον, (ὅρος) συνορεύων, [[γείτων]], Ρωμαίων καὶ Παρθυαίων ὄντες ἐφόριοι Ἀππ. Ἐμφυλ. 5.9· ἐπὶ τῶν συνόρων, ἀγορᾶς ἐφορίας Νόμος παρὰ Δημ. 631 ἐν τέλει, ἐξηγεῖται δὲ τὴν λέξιν αὐτὸς ὁ Δημοσθένης ὀλίγον κατωτέρω (632, 24) «ἀγορᾶς ἐφορίας· τί τοῦτο λέγων; τῶν ὁρίων τῆς χώρας· [[ἐνταῦθα]] γάρ, ὥς γ’ ἐμοὶ δοκεῖ, τἀρχαῖα συνῇσαν οἱ πρόσχωροι παρὰ θ’ ἡμῶν καὶ τῶν ἀστυγειτόνων, [[ὅθεν]] ὠνόμακεν ἀγορὰν ἐφορίαν», δηλ. ἀγορὰν γινομένην ἐν τοῖς συνόροις, [[ἔνθα]] οἱ ὅμοροι λαοὶ συνήρχοντο [[χάριν]] ἀγοραπωλησίας ἢ δι’ ἄλλον λόγον, ἴδε σημ Weber ἐν τόπῳ, Πολυδ. Θ΄, 8· πόλεις ἐφορίας ἐδείμασθε Ἀριστείδ. τ. 1. σ. 219· [[στήλη]] ἐφορία Πολυδ. Θ΄, 8.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> qui est <i>ou</i> a lieu sur la frontière;<br /><b>2</b> qui borne, qui limite.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ὅρος]].
}}
}}
{{grml
{{grml