Anonymous

ἑκών: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0788.png Seite 788]] οῦσα, όν, gen. όντος ([[ἕκητι]]), freiwillig, aus eigenem Antriebe, gern; ἑκὼν μεθιεῖς τε καὶ οὐκ ἐθέλεις Il. 6, 523; ἑκὼν δ' ἡμάρτανε φωτός 10, 372; Aesch. Prom. 266 u. sonst; διδόναι Soph. Phil. 1325; βίᾳ τε κοὐχ [[ἑκών]] O. C. 939; von Sachen, O. R. 1230; οἳ ἑκόντες κακὰ ποιοῦσιν Plat. Prot. 345 d; oft im Ggstz von [[ἄκων]]; ἠνάγκασεν ἡμᾶς οὐχ ἑκόντας ὁμολογεῖν, wider unsern Willen, Soph. 240 c. Oft mit εἶναι, s. [[εἰμί]], – Ἐμοῦ μὲν οὐχ ἑκόντος, wider meinen Willen, Soph. Ai. 450; οὐκ ἐμοῦ γ' ἑκόντος Eur. I. A. 1361; ἐξ ἑκόντων Pol. 5, 66, 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0788.png Seite 788]] οῦσα, όν, gen. όντος ([[ἕκητι]]), freiwillig, aus eigenem Antriebe, gern; ἑκὼν μεθιεῖς τε καὶ οὐκ ἐθέλεις Il. 6, 523; ἑκὼν δ' ἡμάρτανε φωτός 10, 372; Aesch. Prom. 266 u. sonst; διδόναι Soph. Phil. 1325; βίᾳ τε κοὐχ [[ἑκών]] O. C. 939; von Sachen, O. R. 1230; οἳ ἑκόντες κακὰ ποιοῦσιν Plat. Prot. 345 d; oft im Ggstz von [[ἄκων]]; ἠνάγκασεν ἡμᾶς οὐχ ἑκόντας ὁμολογεῖν, wider unsern Willen, Soph. 240 c. Oft mit εἶναι, s. [[εἰμί]], – Ἐμοῦ μὲν οὐχ ἑκόντος, wider meinen Willen, Soph. Ai. 450; οὐκ ἐμοῦ γ' ἑκόντος Eur. I. A. 1361; ἐξ ἑκόντων Pol. 5, 66, 6.
}}
{{bailly
|btext=οῦσα, όν ; <i>gén.</i> -όντος, -ούσης, -όντος;<br /><b>1</b> qui agit de son plein gré, spontanément ; ἑκὼν [[εἶναι]], <i>m. sign. ; en parl. de choses de soi-même</i>;<br /><b>2</b> qui consent, (<i>d'ord. avec une nég.</i>) [[οὐχ]] [[ἑκών]] qui fait qch non volontairement, malgré soi : βίᾳ [[τε]] [[κοὐχ]] [[ἑκών]] SOPH de force et malgré moi ; [[ἐμοῦ]] μὲν [[οὐκ]] ἑκόντος SOPH malgré moi.<br />'''Étymologie:''' pour Ϝεκών, de la R. Ϝεκ, vouloir bien ; cf. <i>lat.</i> invitus, p. *in-vic-tus.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑκών''': ἑκοῦσα, ἑκόν: (ἴδε ἐν λ. [[ἕκηλος]]): - ἑκουσίως, θεληματικῶς, προθύμως, Ὁμ. κλ., [[συχνάκις]] μετ’ ἀντιθέσεως, καὶ γὰρ ἐγὼ σοὶ δῶκα ἑκὼν ἀέκοντί γε θυμῷ, «[[ἐπεὶ]] [[κἀγὼ]] ἐθελοντὴς παρεχώρησα, [[μήπω]] θελησάσης μου τῆς ψυχῆς» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Δ. 43˙ οὐ γάρ τίς με βίῃ γε ἑκὼν ἀέκοντα δίηται, «οὐδεὶς γάρ με ἰσχύι ἑκὼν ἄκοντα διώξει» (Θ. Γαζῆς), Η. 197˙ ἑκόνθ’ ἑκόντι συμπαραστατεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 218˙ [[πάρειμι]] δ’ [[ἄκων]] οὐχ ἑκοῦσιν Σοφ. Ἀντ. 276˙ ἑκόντα μήτ’ ἄκοντα ὁ αὐτ. Φ. 771˙ βίᾳ τε κοὐχ ἑκὼν ὁ αὐτ. Ο. Κ. 935˙ ἑκὼν παρ’ ἑκόντος λαμβάνειν, δηλ. κατ’ ἀμοιβαίαν συναίνεσιν, Δημ. 528. 15. 2) ἐπίτηδες, [[ἐξεπίτηδες]], ἑκὼν δ’ ἡμάρτανε φωτός, «ἐθελουσίως δὲ ἀπέτυχε τοῦ ἀνδρὸς» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Κ. 372, καὶ Ἀττ.˙ σφόδρ’ ἑκὼν... ἀγνοεῖν προσποιούμενος Δημ. 848. 15. 3) παρὰ πεζογράφοις, ἑκὼν [[εἶναι]] ἢ [[ἑκών]], ὅσον ἐξαρτᾶται ἐξ ἐμοῦ, ὅσον δι’ ἐμέ, τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνητικοῦ, ὡς ἐν Ἡρόδ. 7. 104., 8. 116, Πλάτ. Ἀπολ. 37Α, κ. ἀλλ.˙ ἢ ἐν προτάσει ἐνσημαινούσῃ ἄρνησιν, ὡς, θαυμάζοιμεν ἄν, εἰ... τις [[ἑκών]]... ἀφικνεῖται ὁ αὐτ. Πολ. 646Β. πολὺ σπανίως βεβαιωτ., [[ἑκών]] τε [[εἶναι]]... οἴχετο ἐς Σικελίην Ἡρόδ. 7. 64. ΙΙ. σπανίως ὡς τὸ [[ἑκούσιος]], ἐπὶ πραγμάτων, ἴδε [[ἀέκων]] ΙΙ.
|lstext='''ἑκών''': ἑκοῦσα, ἑκόν: (ἴδε ἐν λ. [[ἕκηλος]]): - ἑκουσίως, θεληματικῶς, προθύμως, Ὁμ. κλ., [[συχνάκις]] μετ’ ἀντιθέσεως, καὶ γὰρ ἐγὼ σοὶ δῶκα ἑκὼν ἀέκοντί γε θυμῷ, «[[ἐπεὶ]] [[κἀγὼ]] ἐθελοντὴς παρεχώρησα, [[μήπω]] θελησάσης μου τῆς ψυχῆς» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Δ. 43˙ οὐ γάρ τίς με βίῃ γε ἑκὼν ἀέκοντα δίηται, «οὐδεὶς γάρ με ἰσχύι ἑκὼν ἄκοντα διώξει» (Θ. Γαζῆς), Η. 197˙ ἑκόνθ’ ἑκόντι συμπαραστατεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 218˙ [[πάρειμι]] δ’ [[ἄκων]] οὐχ ἑκοῦσιν Σοφ. Ἀντ. 276˙ ἑκόντα μήτ’ ἄκοντα ὁ αὐτ. Φ. 771˙ βίᾳ τε κοὐχ ἑκὼν ὁ αὐτ. Ο. Κ. 935˙ ἑκὼν παρ’ ἑκόντος λαμβάνειν, δηλ. κατ’ ἀμοιβαίαν συναίνεσιν, Δημ. 528. 15. 2) ἐπίτηδες, [[ἐξεπίτηδες]], ἑκὼν δ’ ἡμάρτανε φωτός, «ἐθελουσίως δὲ ἀπέτυχε τοῦ ἀνδρὸς» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Κ. 372, καὶ Ἀττ.˙ σφόδρ’ ἑκὼν... ἀγνοεῖν προσποιούμενος Δημ. 848. 15. 3) παρὰ πεζογράφοις, ἑκὼν [[εἶναι]] ἢ [[ἑκών]], ὅσον ἐξαρτᾶται ἐξ ἐμοῦ, ὅσον δι’ ἐμέ, τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνητικοῦ, ὡς ἐν Ἡρόδ. 7. 104., 8. 116, Πλάτ. Ἀπολ. 37Α, κ. ἀλλ.˙ ἢ ἐν προτάσει ἐνσημαινούσῃ ἄρνησιν, ὡς, θαυμάζοιμεν ἄν, εἰ... τις [[ἑκών]]... ἀφικνεῖται ὁ αὐτ. Πολ. 646Β. πολὺ σπανίως βεβαιωτ., [[ἑκών]] τε [[εἶναι]]... οἴχετο ἐς Σικελίην Ἡρόδ. 7. 64. ΙΙ. σπανίως ὡς τὸ [[ἑκούσιος]], ἐπὶ πραγμάτων, ἴδε [[ἀέκων]] ΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=οῦσα, όν ; <i>gén.</i> -όντος, -ούσης, -όντος;<br /><b>1</b> qui agit de son plein gré, spontanément ; ἑκὼν [[εἶναι]], <i>m. sign. ; en parl. de choses de soi-même</i>;<br /><b>2</b> qui consent, (<i>d'ord. avec une nég.</i>) [[οὐχ]] [[ἑκών]] qui fait qch non volontairement, malgré soi : βίᾳ [[τε]] [[κοὐχ]] [[ἑκών]] SOPH de force et malgré moi ; [[ἐμοῦ]] μὲν [[οὐκ]] ἑκόντος SOPH malgré moi.<br />'''Étymologie:''' pour Ϝεκών, de la R. Ϝεκ, vouloir bien ; cf. <i>lat.</i> invitus, p. *in-vic-tus.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth