3,276,932
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0717.png Seite 717]] τό ([[ἕδος]]), Sitz, Aufenthalt, Wohnung, nur im plur.; πωλικά, νυμφικά, Aesch. Spt. 436 Ch. 69; ἀρχαιόπλουτα Soph. El. 1385, von Suid. ἑδράσματα, οἰκήματα erkl.; ναυτικά Soph. Ai. 1256, Schol. σανιδώματα, Schiffsgebälk; Ruderbänke, Eur. Hel. 1571; στάντα ἐν τοῖς ἑδωλίοισι, auf dem Verdeck, Her. 1, 24; Suid. erkl. ὑποστρώματα. Nach Poll. 4, 132 Sitze im Theater. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0717.png Seite 717]] τό ([[ἕδος]]), Sitz, Aufenthalt, Wohnung, nur im plur.; πωλικά, νυμφικά, Aesch. Spt. 436 Ch. 69; ἀρχαιόπλουτα Soph. El. 1385, von Suid. ἑδράσματα, οἰκήματα erkl.; ναυτικά Soph. Ai. 1256, Schol. σανιδώματα, Schiffsgebälk; Ruderbänke, Eur. Hel. 1571; στάντα ἐν τοῖς ἑδωλίοισι, auf dem Verdeck, Her. 1, 24; Suid. erkl. ὑποστρώματα. Nach Poll. 4, 132 Sitze im Theater. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><i>d'ord. au pl.</i> τὰ ἑδώλια;<br />siège, <i>d'où</i><br /><b>1</b> banc de rameurs, <i>ou p.-ê.</i> sorte de pont sur un navire;<br /><b>2</b> siège, résidence.<br />'''Étymologie:''' [[ἕδος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑδώλιον''': τό, ([[ἕδος]]), [[κάθισμα]], τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. ὡς τὸ ἕδρανα, ἐνδιαιτήματα, οἰκητήρια, Αἰσχύλ. Θήβ. 455, Χο. 71, Σοφ. Ἠλ. 1393· Κωμ. [[φράσις]], κριβάνων ἑδ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 199. ΙΙ. ἐν πλοίῳ, ἑδώλια ἑρμηνεύονται ὡς σημαίνοντα τὰ τῶν κωπηλατῶν καθίσματα, Λατ. transtra, ἑδώλια, ἑδράσματα, Σουΐδ., Εὐστ. κλ., ἀλλ’ ἐν Ἡροδ. 1. 24, [[ἔνθα]] ὁ Ἀρίων ᾄδει ἱστάμενος, ἐν τοῖσι ἑδωλίοισι, πρέπει νὰ σημαίνῃ [[εἶδος]] ὑψηλοτέρου καταστρώματος κατὰ τὴν πρύμναν τοῦ πλοίου· καὶ ἡ [[φράσις]] [[ἄκρα]] ἑδώλια ἐμφαίνει τοιοῦτόν τι, Σοφ. Αἴ. 1277, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb· [[ὡσαύτως]] καὶ τὸ: Ἑλένη καθέζετ’ ἐν μέσοις ἑδωλίοις Εὐρ. Ἑλ. 1571· καὶ [[ἄνθρωπος]] δεδεμένος χεῖρας καὶ πόδας ἐμβάλλεται, εἰς θἀδώλια τῆς νηὸς ὁ αὐτ. Κύκλ. 238. 2) ἐν τῷ ἑνικῷ, [[ἱστοδόκη]], ἱστοθήκη, Ἀριστ. Μηχαν. 6. ΙΙΙ. ἐν τῷ θεάτρῳ ἡμικύκλιον καθισμάτων, Λατ. fori, Πολυδ. Δ΄, 132. | |lstext='''ἑδώλιον''': τό, ([[ἕδος]]), [[κάθισμα]], τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. ὡς τὸ ἕδρανα, ἐνδιαιτήματα, οἰκητήρια, Αἰσχύλ. Θήβ. 455, Χο. 71, Σοφ. Ἠλ. 1393· Κωμ. [[φράσις]], κριβάνων ἑδ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 199. ΙΙ. ἐν πλοίῳ, ἑδώλια ἑρμηνεύονται ὡς σημαίνοντα τὰ τῶν κωπηλατῶν καθίσματα, Λατ. transtra, ἑδώλια, ἑδράσματα, Σουΐδ., Εὐστ. κλ., ἀλλ’ ἐν Ἡροδ. 1. 24, [[ἔνθα]] ὁ Ἀρίων ᾄδει ἱστάμενος, ἐν τοῖσι ἑδωλίοισι, πρέπει νὰ σημαίνῃ [[εἶδος]] ὑψηλοτέρου καταστρώματος κατὰ τὴν πρύμναν τοῦ πλοίου· καὶ ἡ [[φράσις]] [[ἄκρα]] ἑδώλια ἐμφαίνει τοιοῦτόν τι, Σοφ. Αἴ. 1277, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb· [[ὡσαύτως]] καὶ τὸ: Ἑλένη καθέζετ’ ἐν μέσοις ἑδωλίοις Εὐρ. Ἑλ. 1571· καὶ [[ἄνθρωπος]] δεδεμένος χεῖρας καὶ πόδας ἐμβάλλεται, εἰς θἀδώλια τῆς νηὸς ὁ αὐτ. Κύκλ. 238. 2) ἐν τῷ ἑνικῷ, [[ἱστοδόκη]], ἱστοθήκη, Ἀριστ. Μηχαν. 6. ΙΙΙ. ἐν τῷ θεάτρῳ ἡμικύκλιον καθισμάτων, Λατ. fori, Πολυδ. Δ΄, 132. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |