Anonymous

ἐχθρός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "c’e" to "c'e")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1125.png Seite 1125]] (vgl. [[ἔχθω]], [[ἔχθος]]), verhaßt, verfeindet, zuwider, von Personen u. Sachen, ἐχθρὸς γάρ μοι [[κεῖνος]] [[ὁμῶς]] Ἀίδαο πύλῃσιν Il. 9, 312, ἐχθρὰ δέ μοι τοῦ δῶρα ibd. 378, ἐχθρὸν δέ μοί ἐστιν – μυθολογεύειν Od. 12, 452; λοιδορῆσαι θεοὺς ἐχθρὰ [[σοφία]] Pind. Ol. 9, 41; ἐχθρος θεοῖσιν Ar. Nub. 581; Folgde. – Plat. θεοῖς ἐχθρὸς ὁ [[ἄδικος]], Rep. I, 352 b; auch im milderen Sinne, unangenehm. – Feindselig gesinnt, feindlich, Tragg. u. Prosa, Ggstz von [[φίλος]], φίλον [[τέως]], νῦν δ' ἐχθρὸν ὡς φαίνει κακόν Aesch. Ch. 987 (wie Ammon. [[ἐχθρός]] erkl. ὁ πρότερον [[φίλος]], [[δυσμενής]] aber ὁ χρόνιον πρὸς τόν ποτε φίλον τὸ [[μῖσος]] διατηρῶν καὶ δυσδιαλλάκτως ἔχων; über den Unterschied von [[πολέμιος]] s. dieses); ἐρίζουσι δὲ οἱ διάφοροι καὶ ἐχθροὶ ἀλλήλοις Plat. Prot. 327 b, ἦν τῷ Ἄγιδι [[ἐχθρός]] Thuc. 8, 45; auch c. gen., Pind. Ol. 7, 90, wie. Xen. Cyn. 13, 12; [[ἑαυτοῦ]] Thuc. 4, 47; ὁ [[ἐχθρός]], der Feind, ὁ Διὸς [[ἐχθρός]] Aesch. Prom. 120; Folgde. – Adv. ἐχθρῶς, [[feindselig]], μισεῖν Plat. Legg. III, 679 d; Xen. u. Folgde. – Comparat. [[ἐχθίων]] u. superlat. [[ἔχθιστος]] s. oben. – Die regelmäßige Form ἐχθρότερος Sinmonds. 58 (V, 161) Antip. Th. 49 (VII, 640) u. öfter in der Anth., auch Dem. prooem. 40, der auch im adv. ἐχθροτέρως σ χήσειν.sagt, 5, 18; ἐχθρότατος Pind. N. 1, 64 (aber Ol. 8, 69 [[ἔχθιστος]]); θεοῖς ἐχθρότατον βροτῶν Soph. O. R. 1346; Plat. epigr. 8 (VI, 43), u. öfter in der Anth.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1125.png Seite 1125]] (vgl. [[ἔχθω]], [[ἔχθος]]), verhaßt, verfeindet, zuwider, von Personen u. Sachen, ἐχθρὸς γάρ μοι [[κεῖνος]] [[ὁμῶς]] Ἀίδαο πύλῃσιν Il. 9, 312, ἐχθρὰ δέ μοι τοῦ δῶρα ibd. 378, ἐχθρὸν δέ μοί ἐστιν – μυθολογεύειν Od. 12, 452; λοιδορῆσαι θεοὺς ἐχθρὰ [[σοφία]] Pind. Ol. 9, 41; ἐχθρος θεοῖσιν Ar. Nub. 581; Folgde. – Plat. θεοῖς ἐχθρὸς ὁ [[ἄδικος]], Rep. I, 352 b; auch im milderen Sinne, unangenehm. – Feindselig gesinnt, feindlich, Tragg. u. Prosa, Ggstz von [[φίλος]], φίλον [[τέως]], νῦν δ' ἐχθρὸν ὡς φαίνει κακόν Aesch. Ch. 987 (wie Ammon. [[ἐχθρός]] erkl. ὁ πρότερον [[φίλος]], [[δυσμενής]] aber ὁ χρόνιον πρὸς τόν ποτε φίλον τὸ [[μῖσος]] διατηρῶν καὶ δυσδιαλλάκτως ἔχων; über den Unterschied von [[πολέμιος]] s. dieses); ἐρίζουσι δὲ οἱ διάφοροι καὶ ἐχθροὶ ἀλλήλοις Plat. Prot. 327 b, ἦν τῷ Ἄγιδι [[ἐχθρός]] Thuc. 8, 45; auch c. gen., Pind. Ol. 7, 90, wie. Xen. Cyn. 13, 12; [[ἑαυτοῦ]] Thuc. 4, 47; ὁ [[ἐχθρός]], der Feind, ὁ Διὸς [[ἐχθρός]] Aesch. Prom. 120; Folgde. – Adv. ἐχθρῶς, [[feindselig]], μισεῖν Plat. Legg. III, 679 d; Xen. u. Folgde. – Comparat. [[ἐχθίων]] u. superlat. [[ἔχθιστος]] s. oben. – Die regelmäßige Form ἐχθρότερος Sinmonds. 58 (V, 161) Antip. Th. 49 (VII, 640) u. öfter in der Anth., auch Dem. prooem. 40, der auch im adv. ἐχθροτέρως σ χήσειν.sagt, 5, 18; ἐχθρότατος Pind. N. 1, 64 (aber Ol. 8, 69 [[ἔχθιστος]]); θεοῖς ἐχθρότατον βροτῶν Soph. O. R. 1346; Plat. epigr. 8 (VI, 43), u. öfter in der Anth.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> haï, détesté : τινι, odieux à qqn ; ἐχθρὸν δὲ [[μοί]] ἐστιν avec l'inf. OD c'est pour moi une chose odieuse de, <i>etc.</i><br /><b>2</b> qui hait, ennemi de, dat. <i>ou</i> gén. ; ὁ [[ἐχθρός]] ATT l'ennemi de qqn;<br /><i>Cp.</i> ἐχθρότερος, <i>Sp.</i> ἐχθρότατος ; <i>plus us.</i> [[ἐχθίων]], <i>Sp.</i> [[ἔχθιστος]], <i>rar.</i> [[ἐχθίστατος]].<br />'''Étymologie:''' [[ἔχθος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐχθρός''': -ά, -όν, ([[ἔχθος]]) [[μισητός]], μεμισημένος, ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, συχνὸν ἀπὸ τοῦ Ὁμήρου καὶ [[ἐφεξῆς]]. (Ὁ Ὅμ. ἔχει τὴν λέξιν μόνον ἐπὶ ταύτης τῆς Παθ. σημασίας)· [[ἐχθρός]] γάρ μοι [[κεῖνος]] [[ὁμῶς]] Ἀΐδαο πύλῃσιν Ἰλ. Ι. 312, πρβλ. 378, Ὀδ. Ξ. 156· ἐχθρὸν δὲ μοί ἐστιν, μετ’ ἀπαρ., [[εἶναι]] μισητὸν εἰς ἐμὲ νὰ..., Μ. 452· θεοῖσιν ἐχθρὸς Ἡσ. Θ. 766, Θέογν. 601, Ἀριστοφ. Ἱππ. 34· ὁ γὰρ θεοῖσιν ἐχθρὸς αὐτὰ κατέφαγεν Πλάτ. Κωμ. ἐν «Μενέλεῳ» 1, κτλ. ΙΙ. ἐνεργ., μισῶν, ἔχων ἔχθραν [[πρός]] τινα, τινι Θουκ. 8. 45, Ξεν. Ἀγησ. 6. 1, κλ.: μετὰ γεν., ὕβριος ἐχθρὰν ὁδὸν Πινδ. Ο. 7. 165: ἀπολ., ἐχθρὰ [[γλῶσσα]] Αἰσχύλ. Χο. 309· ὀργαὶ Εὐμ. 987, κτλ. ΙΙΙ. [[πολλάκις]] ὡς οὐσιαστ., [[ἐχθρός]], ὁ, [[ἔνθα]] αἱ δύο ἔννοιαι ἥ τε ἐνεργ. καὶ ἡ παθ. συμπίπτουσιν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 340, Πίνδ., Τραγ., κλ.· ἀνὴρ ἐχθρὸς Ἡρόδ. 1. 92· ὁ Διὸς ἐχθρὸς Αἰσχύλ. Πρ. 120· ἐχθροῖς ἐχθρὰ πορσύνων Ἀγ. 1374· εἰ... τινα ἴδοι ἐχθρὸν [[ἑαυτοῦ]] Θουκ. 4. 47· οἱ ἐμοὶ ἐχθροὶ ὁ αὐτ. σ. 89, κτλ. ― [[Κατὰ]] τὸν Ἀμμώνιον: «ἐχθρὸς πολεμίου καὶ δυσμενοῦς διαφέρει. ἐχθρὸς μὲν γὰρ ὁ πρότερον φίλος· [[πολέμιος]] δὲ ὁ μεθ’ ὅπλων χωρῶν [[πέλας]]· δυσμενὴς δὲ ὁ χρόνιον πρὸς τὸν ποτὲ φίλον τὸ [[μῖσος]] διατηρῶν καὶ ἀδιαλλάκτως ἔχων»· πρβλ. Πολυδ. Α΄, 150. IV. πλὴν τῶν ὁμαλῶν Συγκρ. καὶ Ὑπερθ. ἐχθρότερος, -τατος (Πινδ. Ν. 1. 98, Σοφ. Ο. Τ. 1346), οἱ ἀνώμαλοι τύποι [[ἐχθίων]], [[ἔχθιστος]] (οὓς ἴδε) ἦσαν ἐν [[κοινῇ]] χρήσει. V. Ἐπίρρ. ἐχθρῶς, Πλάτ. Νόμ. 697D, κλ. - Συγκρ. ἐχθροτέρως, Δημ. 61. 26.
|lstext='''ἐχθρός''': -ά, -όν, ([[ἔχθος]]) [[μισητός]], μεμισημένος, ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, συχνὸν ἀπὸ τοῦ Ὁμήρου καὶ [[ἐφεξῆς]]. (Ὁ Ὅμ. ἔχει τὴν λέξιν μόνον ἐπὶ ταύτης τῆς Παθ. σημασίας)· [[ἐχθρός]] γάρ μοι [[κεῖνος]] [[ὁμῶς]] Ἀΐδαο πύλῃσιν Ἰλ. Ι. 312, πρβλ. 378, Ὀδ. Ξ. 156· ἐχθρὸν δὲ μοί ἐστιν, μετ’ ἀπαρ., [[εἶναι]] μισητὸν εἰς ἐμὲ νὰ..., Μ. 452· θεοῖσιν ἐχθρὸς Ἡσ. Θ. 766, Θέογν. 601, Ἀριστοφ. Ἱππ. 34· ὁ γὰρ θεοῖσιν ἐχθρὸς αὐτὰ κατέφαγεν Πλάτ. Κωμ. ἐν «Μενέλεῳ» 1, κτλ. ΙΙ. ἐνεργ., μισῶν, ἔχων ἔχθραν [[πρός]] τινα, τινι Θουκ. 8. 45, Ξεν. Ἀγησ. 6. 1, κλ.: μετὰ γεν., ὕβριος ἐχθρὰν ὁδὸν Πινδ. Ο. 7. 165: ἀπολ., ἐχθρὰ [[γλῶσσα]] Αἰσχύλ. Χο. 309· ὀργαὶ Εὐμ. 987, κτλ. ΙΙΙ. [[πολλάκις]] ὡς οὐσιαστ., [[ἐχθρός]], ὁ, [[ἔνθα]] αἱ δύο ἔννοιαι ἥ τε ἐνεργ. καὶ ἡ παθ. συμπίπτουσιν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 340, Πίνδ., Τραγ., κλ.· ἀνὴρ ἐχθρὸς Ἡρόδ. 1. 92· ὁ Διὸς ἐχθρὸς Αἰσχύλ. Πρ. 120· ἐχθροῖς ἐχθρὰ πορσύνων Ἀγ. 1374· εἰ... τινα ἴδοι ἐχθρὸν [[ἑαυτοῦ]] Θουκ. 4. 47· οἱ ἐμοὶ ἐχθροὶ ὁ αὐτ. σ. 89, κτλ. ― [[Κατὰ]] τὸν Ἀμμώνιον: «ἐχθρὸς πολεμίου καὶ δυσμενοῦς διαφέρει. ἐχθρὸς μὲν γὰρ ὁ πρότερον φίλος· [[πολέμιος]] δὲ ὁ μεθ’ ὅπλων χωρῶν [[πέλας]]· δυσμενὴς δὲ ὁ χρόνιον πρὸς τὸν ποτὲ φίλον τὸ [[μῖσος]] διατηρῶν καὶ ἀδιαλλάκτως ἔχων»· πρβλ. Πολυδ. Α΄, 150. IV. πλὴν τῶν ὁμαλῶν Συγκρ. καὶ Ὑπερθ. ἐχθρότερος, -τατος (Πινδ. Ν. 1. 98, Σοφ. Ο. Τ. 1346), οἱ ἀνώμαλοι τύποι [[ἐχθίων]], [[ἔχθιστος]] (οὓς ἴδε) ἦσαν ἐν [[κοινῇ]] χρήσει. V. Ἐπίρρ. ἐχθρῶς, Πλάτ. Νόμ. 697D, κλ. - Συγκρ. ἐχθροτέρως, Δημ. 61. 26.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> haï, détesté : τινι, odieux à qqn ; ἐχθρὸν δὲ [[μοί]] ἐστιν avec l'inf. OD c'est pour moi une chose odieuse de, <i>etc.</i><br /><b>2</b> qui hait, ennemi de, dat. <i>ou</i> gén. ; ὁ [[ἐχθρός]] ATT l'ennemi de qqn;<br /><i>Cp.</i> ἐχθρότερος, <i>Sp.</i> ἐχθρότατος ; <i>plus us.</i> [[ἐχθίων]], <i>Sp.</i> [[ἔχθιστος]], <i>rar.</i> [[ἐχθίστατος]].<br />'''Étymologie:''' [[ἔχθος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth