Anonymous

ἑλίκωψ: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0797.png Seite 797]] ωπος, mit rollenden Augen, mit munterem, lebhaftem Blicke, bes. als Ausdruck des Muthes; ἑλίκωπες Ἀχαιοί Il. 1, 389 u. öfter; VLL. ὁ τὴν ὄψιν γοργὸς καὶ συχνὰ τοὺς ὦπας ἑλίσσων [[ὅποι]] [[δέον]] ἐστὶ καὶ μὴ [[νωθρός]], od. ὁ τοὺς τῶν ὁρώντων ὀφθαλμοὺς ἑλίσσων ἐφ' ἑαυτόν, ἀγητὸς ὢν καὶ [[ἀξιοθέατος]] u. anderes Wunderliche; im fem. den lebhaften, jugendlichen Blick bezeichnend.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0797.png Seite 797]] ωπος, mit rollenden Augen, mit munterem, lebhaftem Blicke, bes. als Ausdruck des Muthes; ἑλίκωπες Ἀχαιοί Il. 1, 389 u. öfter; VLL. ὁ τὴν ὄψιν γοργὸς καὶ συχνὰ τοὺς ὦπας ἑλίσσων [[ὅποι]] [[δέον]] ἐστὶ καὶ μὴ [[νωθρός]], od. ὁ τοὺς τῶν ὁρώντων ὀφθαλμοὺς ἑλίσσων ἐφ' ἑαυτόν, ἀγητὸς ὢν καὶ [[ἀξιοθέατος]] u. anderes Wunderliche; im fem. den lebhaften, jugendlichen Blick bezeichnend.
}}
{{bailly
|btext=ωπος (ὁ, ἡ)<br />aux yeux mobiles <i>ou</i> vifs.<br />'''Étymologie:''' [[ἑλίσσω]], [[ὤψ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑλίκωψ''': -ωπος, ὁ, ἡ, θηλ. ἑλικῶπις, ιδος, ὁ ἔχων εὐστρόφους καὶ ζωηροὺς ὀφθαλμούς, ὁ [[εὐόφθαλμος]], ὡς χαρακτηριστικὸν ζωηρᾶς νεότητος, ἑλίκωπες Ἀχαιοὶ Ἰλ. Α. 389, κτλ.· ἑλικώπιδα κούρην Α. 98· [[νύμφη]] Ἡσ. Θ. 298· [[Ἀφροδίτη]] Πίνδ. Π.6. 1. Οὔτε ὁ ἀρσ. [[οὔτε]] ὁ θηλ. [[τύπος]] ἀπαντᾷ ἐν Ὀδυσ.
|lstext='''ἑλίκωψ''': -ωπος, ὁ, ἡ, θηλ. ἑλικῶπις, ιδος, ὁ ἔχων εὐστρόφους καὶ ζωηροὺς ὀφθαλμούς, ὁ [[εὐόφθαλμος]], ὡς χαρακτηριστικὸν ζωηρᾶς νεότητος, ἑλίκωπες Ἀχαιοὶ Ἰλ. Α. 389, κτλ.· ἑλικώπιδα κούρην Α. 98· [[νύμφη]] Ἡσ. Θ. 298· [[Ἀφροδίτη]] Πίνδ. Π.6. 1. Οὔτε ὁ ἀρσ. [[οὔτε]] ὁ θηλ. [[τύπος]] ἀπαντᾷ ἐν Ὀδυσ.
}}
{{bailly
|btext=ωπος (ὁ, ἡ)<br />aux yeux mobiles <i>ou</i> vifs.<br />'''Étymologie:''' [[ἑλίσσω]], [[ὤψ]].
}}
}}
{{grml
{{grml