Anonymous

ἐρυθαίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1035.png Seite 1035]] = [[ἐρυθραίνω]], von [[ἐρεύθω]] gebildet, röthen, roth färben; [[πέπλον]] Ap. Rh. 4, 474; παρθενικὰς ἐρύθηνε παρηΐδας, erröthen machen, 1, 791, öfter. – Pass. roth werden, sich röthen, ἐρυθαίνετο αἵματι [[ὕδωρ]] Il. 21, 21; 10. 484 u. sp. D., wie Bion. 1, 35 Arat. 835; auch in späterer Prosa.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1035.png Seite 1035]] = [[ἐρυθραίνω]], von [[ἐρεύθω]] gebildet, röthen, roth färben; [[πέπλον]] Ap. Rh. 4, 474; παρθενικὰς ἐρύθηνε παρηΐδας, erröthen machen, 1, 791, öfter. – Pass. roth werden, sich röthen, ἐρυθαίνετο αἵματι [[ὕδωρ]] Il. 21, 21; 10. 484 u. sp. D., wie Bion. 1, 35 Arat. 835; auch in späterer Prosa.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et ao.</i> ἐρύθηνα;<br />faire rougir ; <i>Pass.</i> devenir rouge : αἵματι IL de sang.<br />'''Étymologie:''' [[ἐρεύθω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρῠθαίνω''': ἀόρ. ἐρύθηνα Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 791: - ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[ἐρυθραίνω]], ποιῶ τι ἐρυθρόν, ὁ αὐτ. Δ. 474. Κάμνω τι νὰ κοκκινήσῃ, παρθενικὰς ἐρύθηνε παρηΐδας ὁ αὐτ. Α. 791: - παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ Παθ., [[γίνομαι]] [[ἐρυθρός]], ἐρυθαίνετο αἵματι [[γαῖα]] Ἰλ. Κ. 484, Φ. 21 (ἐν τῷ ἐνεργ. μεταχειρίζεται τὸν τύπον [[ἐρεύθω]])˙ μετὰ γεν., Νόνν. Δ. 11. 92˙ [[γίνομαι]] [[καταπόρφυρος]], Ἀνθ. Π. 12. 8. - Παθ. [[ὡσαύτως]] παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις, Ἀρρ. παρὰ Στοβ. παράρτ. 2. 5, Πολυδ. Β΄, 87, Εὐμάθ. σ. 22 (μετὰ διαφ. γρ. ἐρυθραίνεται).
|lstext='''ἐρῠθαίνω''': ἀόρ. ἐρύθηνα Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 791: - ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[ἐρυθραίνω]], ποιῶ τι ἐρυθρόν, ὁ αὐτ. Δ. 474. Κάμνω τι νὰ κοκκινήσῃ, παρθενικὰς ἐρύθηνε παρηΐδας ὁ αὐτ. Α. 791: - παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ Παθ., [[γίνομαι]] [[ἐρυθρός]], ἐρυθαίνετο αἵματι [[γαῖα]] Ἰλ. Κ. 484, Φ. 21 (ἐν τῷ ἐνεργ. μεταχειρίζεται τὸν τύπον [[ἐρεύθω]])˙ μετὰ γεν., Νόνν. Δ. 11. 92˙ [[γίνομαι]] [[καταπόρφυρος]], Ἀνθ. Π. 12. 8. - Παθ. [[ὡσαύτως]] παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις, Ἀρρ. παρὰ Στοβ. παράρτ. 2. 5, Πολυδ. Β΄, 87, Εὐμάθ. σ. 22 (μετὰ διαφ. γρ. ἐρυθραίνεται).
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et ao.</i> ἐρύθηνα;<br />faire rougir ; <i>Pass.</i> devenir rouge : αἵματι IL de sang.<br />'''Étymologie:''' [[ἐρεύθω]].
}}
}}
{{grml
{{grml