Anonymous

ἐπιστομίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’o" to "d'o")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0985.png Seite 985]] 1) ein Pferd mit dem Gebiß bändigen u. lenken, übertr. Einen zum Schweigen bringen, ihm das Maul stopfen, τοὺς ἐχθρούς Ar. Equ. 845; τοὺς τὴν εἰρήνην ἐκκλείοντας Aesch. 2, 110; ἐπιστομιεῖν ἔφη τοὺς ἀντιλέγοντας Dem. 7, 33; ἐπεστομίσθη Plat. Gorg. 482 e; Sp., wie Luc. Iov. Trag. 35; N. T. – 2) Luc. pro imag. 10 μηδὲ ὑπὲρ τὸν πόδα ἔστω τὸ [[ὑπόδημα]], μὴ καὶ ἐπιστομίσῃ με, machen, daß man aufs Gesicht fällt, od. hindern; vgl. calumn. 12. – 3) φορβειᾷ καὶ αὐλοῖς ἑαυτόν, den Mund damit versehen, Plut. Symp. 7, 8, 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0985.png Seite 985]] 1) ein Pferd mit dem Gebiß bändigen u. lenken, übertr. Einen zum Schweigen bringen, ihm das Maul stopfen, τοὺς ἐχθρούς Ar. Equ. 845; τοὺς τὴν εἰρήνην ἐκκλείοντας Aesch. 2, 110; ἐπιστομιεῖν ἔφη τοὺς ἀντιλέγοντας Dem. 7, 33; ἐπεστομίσθη Plat. Gorg. 482 e; Sp., wie Luc. Iov. Trag. 35; N. T. – 2) Luc. pro imag. 10 μηδὲ ὑπὲρ τὸν πόδα ἔστω τὸ [[ὑπόδημα]], μὴ καὶ ἐπιστομίσῃ με, machen, daß man aufs Gesicht fällt, od. hindern; vgl. calumn. 12. – 3) φορβειᾷ καὶ αὐλοῖς ἑαυτόν, den Mund damit versehen, Plut. Symp. 7, 8, 4.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> fermer la bouche à, <i>d'où</i><br /><b>1</b> museler, brider;<br /><b>2</b> voiler sa bouche avec la [[φορβειά]] ; obstruer <i>en gén.</i><br /><b>II.</b> faire que qch tombe sur la bouche <i>ou</i> sur le nez de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[στόμα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιστομίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, ([[στόμα]]) χαλινῶ, [[δαμάζω]] (ἵππον), Φιλόστρ. 841· μεταφ., [[ἀποστομίζω]], [[κάμνω]] τινὰ νὰ σιωπήσῃ, τοὺς ἐχθροὺς Ἀριστοφ. Ἱππ. 845, πρβλ. Δημ. 85. 5. Αἰσχίν. 42. 29· [[οἷον]] ἐπ. καὶ χαλινοῦντες τὸ φιλόφωνον Πλούτ. 2. 967Β. ― Παθ., ἐπεστομίσθη Πλάτ. Γοργ. 482Ε· ― «ἐπιστομίσαι, τὸ ἐπισχεῖν λέγοντα» Πολυδ. Β΄, 102· «ἐπιστομίζων· φιμῶν, ἐλέγχων» Ἡσύχ., πρβλ. καὶ Σουΐδ. ἐν λ. ΙΙ. ἐπὶ αὐλητῶν, βάλλω ἐπὶ τοῦ στόματός μου τὸ [[ἐπιστόμιον]] (τὴν φορβειάν), φορβειᾷ... ἐπιστομίσας ἑαυτόν, περὶ τοῦ Μαρσύου, Πλούτ. 2. 713D· ― [[ἀλλά]], ὁ αὐλὸς ἐπ. τὴν φωνήν, ἐμποδίζει τὴν φωνήν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 2· οὐδενὸς ἐπιστομίζοντος Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 7. ΙΙΙ. [[κάμνω]] τινὰ νὰ πέσῃ κατὰ [[πρόσωπον]], «ἐπίστομα», Λουκ. π. Εἰκόν. 10, π. Διαβολ. 12.
|lstext='''ἐπιστομίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, ([[στόμα]]) χαλινῶ, [[δαμάζω]] (ἵππον), Φιλόστρ. 841· μεταφ., [[ἀποστομίζω]], [[κάμνω]] τινὰ νὰ σιωπήσῃ, τοὺς ἐχθροὺς Ἀριστοφ. Ἱππ. 845, πρβλ. Δημ. 85. 5. Αἰσχίν. 42. 29· [[οἷον]] ἐπ. καὶ χαλινοῦντες τὸ φιλόφωνον Πλούτ. 2. 967Β. ― Παθ., ἐπεστομίσθη Πλάτ. Γοργ. 482Ε· ― «ἐπιστομίσαι, τὸ ἐπισχεῖν λέγοντα» Πολυδ. Β΄, 102· «ἐπιστομίζων· φιμῶν, ἐλέγχων» Ἡσύχ., πρβλ. καὶ Σουΐδ. ἐν λ. ΙΙ. ἐπὶ αὐλητῶν, βάλλω ἐπὶ τοῦ στόματός μου τὸ [[ἐπιστόμιον]] (τὴν φορβειάν), φορβειᾷ... ἐπιστομίσας ἑαυτόν, περὶ τοῦ Μαρσύου, Πλούτ. 2. 713D· ― [[ἀλλά]], ὁ αὐλὸς ἐπ. τὴν φωνήν, ἐμποδίζει τὴν φωνήν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 2· οὐδενὸς ἐπιστομίζοντος Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 7. ΙΙΙ. [[κάμνω]] τινὰ νὰ πέσῃ κατὰ [[πρόσωπον]], «ἐπίστομα», Λουκ. π. Εἰκόν. 10, π. Διαβολ. 12.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> fermer la bouche à, <i>d'où</i><br /><b>1</b> museler, brider;<br /><b>2</b> voiler sa bouche avec la [[φορβειά]] ; obstruer <i>en gén.</i><br /><b>II.</b> faire que qch tombe sur la bouche <i>ou</i> sur le nez de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[στόμα]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR