Anonymous

ἔκστασις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0779.png Seite 779]] ἡ, Entfernung von der Stelle, Verrückung, εἰς τἀντικείμενα Arist. gen. anim. 4, 3; καὶ [[προσκύνησις]], als eine barbarische Ehrenbezeugung, das Entfernen, Vermeiden des Anblicks, rhet. 1, 5. – Geistesverrückung, Wahnsinn, Hippocr.; λογισμῶν Plut. Sol. 8; πάντα τὰ μηδὲ προσδοκώμεν' ἔκστ. φέρει Men. Stob. fl. 104, 7. Auch = Verzückung, Begeisterung, Staunen, N. T.; tiefe Ohnmacht, Alex. Aphrod. – Uebh. Veränderung, bes. Verschlechterung, Ausartung, Theophr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0779.png Seite 779]] ἡ, Entfernung von der Stelle, Verrückung, εἰς τἀντικείμενα Arist. gen. anim. 4, 3; καὶ [[προσκύνησις]], als eine barbarische Ehrenbezeugung, das Entfernen, Vermeiden des Anblicks, rhet. 1, 5. – Geistesverrückung, Wahnsinn, Hippocr.; λογισμῶν Plut. Sol. 8; πάντα τὰ μηδὲ προσδοκώμεν' ἔκστ. φέρει Men. Stob. fl. 104, 7. Auch = Verzückung, Begeisterung, Staunen, N. T.; tiefe Ohnmacht, Alex. Aphrod. – Uebh. Veränderung, bes. Verschlechterung, Ausartung, Theophr.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />égarement de l'esprit ; trouble ; <i>postér.</i> extase, vision.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξίστημι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔκστᾰσις''': -εως, ἡ, ([[ἐξίστημι]]) [[ἐκτοπισμός]], μετατόπισις ἐκ τῆς οἰκείας θέσεως, ἀπομάκρυνσις, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 3, 13· αἱ δὲ ἐκστάσεις εἰσὶν (ἐνν. αἱ κακίαι) ὁ αὐτ. Φυσ. 7. 3, 6. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) τὸ ἵστασθαι κατὰ [[μέρος]], «παραμέρισμα», ὁ αὐτ. Ρητ. 1. 5, 9· ἐκστ. τῆς φύσεως, [[ἔκπτωσις]], [[κατάπτωσις]]. Θεοφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 3. 1, 6. 2) [[σύγχυσις]] νοῦ, [[παραφροσύνη]], [[κυρίως]] ἐκ φόβου ἢ καταπλήξεως, Ἱππ. Ἀφ. 1258, πρβλ. 93Β, κτλ. ἔκστ. σιγῶσα [[αὐτόθι]] 126G, 195D· ἔκστ. μανικὴ Ἀριστ. Κατηγ. 8, 17· ἐκστ. τῶν λογισμῶν Πλουτ. Σόλων 8· τὰ [[μηδὲ]] προσδοκώμεν’ ἔκστασιν φέρει Μένανδ. ἐν «Ἐγχειριδίῳ» 1. 3) [[θάμβος]], [[ἔκπληξις]], [[ἔκστασις]] ἔλαβεν ἅπαντας Εὐαγγ. κ. Λουκ. ε΄, 26· ἐξέστησαν ἐκστάσει μεγάλῃ Μαρκ. ε΄, 42, Λογγῖν. 1. 4. 4) τὸ ἐξίστασθαι καὶ ὁρᾶν ἢ ἀκούειν θεῖα καὶ ὑπεράνθρωπα πράγματα, ἐπέπεσεν ἐπ᾿ αὐτὸν [[ἔκστασις]] Πράξ. Ι΄, 10· εἶδεν ἐν ἐκστάσει [[ὅραμα]] [[αὐτόθι]] ια΄, 5· γενέσθαι ἐν ἐκστάσει κβ΄, 17, πρβλ. Ἐπιστ. π. Κορινθ. Β. ιβ΄, 3 κἑξ.
|lstext='''ἔκστᾰσις''': -εως, ἡ, ([[ἐξίστημι]]) [[ἐκτοπισμός]], μετατόπισις ἐκ τῆς οἰκείας θέσεως, ἀπομάκρυνσις, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 3, 13· αἱ δὲ ἐκστάσεις εἰσὶν (ἐνν. αἱ κακίαι) ὁ αὐτ. Φυσ. 7. 3, 6. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) τὸ ἵστασθαι κατὰ [[μέρος]], «παραμέρισμα», ὁ αὐτ. Ρητ. 1. 5, 9· ἐκστ. τῆς φύσεως, [[ἔκπτωσις]], [[κατάπτωσις]]. Θεοφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 3. 1, 6. 2) [[σύγχυσις]] νοῦ, [[παραφροσύνη]], [[κυρίως]] ἐκ φόβου ἢ καταπλήξεως, Ἱππ. Ἀφ. 1258, πρβλ. 93Β, κτλ. ἔκστ. σιγῶσα [[αὐτόθι]] 126G, 195D· ἔκστ. μανικὴ Ἀριστ. Κατηγ. 8, 17· ἐκστ. τῶν λογισμῶν Πλουτ. Σόλων 8· τὰ [[μηδὲ]] προσδοκώμεν’ ἔκστασιν φέρει Μένανδ. ἐν «Ἐγχειριδίῳ» 1. 3) [[θάμβος]], [[ἔκπληξις]], [[ἔκστασις]] ἔλαβεν ἅπαντας Εὐαγγ. κ. Λουκ. ε΄, 26· ἐξέστησαν ἐκστάσει μεγάλῃ Μαρκ. ε΄, 42, Λογγῖν. 1. 4. 4) τὸ ἐξίστασθαι καὶ ὁρᾶν ἢ ἀκούειν θεῖα καὶ ὑπεράνθρωπα πράγματα, ἐπέπεσεν ἐπ᾿ αὐτὸν [[ἔκστασις]] Πράξ. Ι΄, 10· εἶδεν ἐν ἐκστάσει [[ὅραμα]] [[αὐτόθι]] ια΄, 5· γενέσθαι ἐν ἐκστάσει κβ΄, 17, πρβλ. Ἐπιστ. π. Κορινθ. Β. ιβ΄, 3 κἑξ.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />égarement de l'esprit ; trouble ; <i>postér.</i> extase, vision.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξίστημι]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR