3,274,129
edits
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=e)/cesti | |Beta Code=e)/cesti | ||
|Definition=imper. [[ἐξέστω]], subj. [[ἐξῇ]], inf. [[ἐξεῖναι]], part. [[ἐξόν]]: impf. [[ἐξῆν]]: fut. [[ἐξέσται]], opt. ἐξέσοιτο <span class="bibl">X.<span class="title">Ages.</span>1.24</span>, part. [[ἐξεσόμενον]] (v. infr.): impers. (v. [[ἔξειμι]] B):—[[it is allowed]], [[it is possible]], c. inf., <span class="bibl">Hdt.1.183</span>, etc.: c. dat. pers. et inf., ib.<span class="bibl">138</span>, <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>899</span>, etc.; ἔ. σοι ἀνδρὶ γενέσθαι <span class="bibl">X. <span class="title">An.</span>7.1.21</span>; [[ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι]] = [[it is permitted to be joyful]], [[licet esse beatis]], <span class="bibl">D.3.23</span>: with acc. instead of second dat., ἔξεστι ὑμῖν φίλους γενέσθαι <span class="bibl">Th.4.20</span>: c. acc. pers. et inf., <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>1079</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>290d</span>: neut. part. abs., <b class="b3">ἐξεόν τοι . . ἕτερα ποιέειν</b> since it was [[possible]] for thee to... <span class="bibl">Hdt.4.126</span>; ἐξόν σοι γάμου τυχεῖν <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>648</span>; ἐξὸν κεκλῆσθαι <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>365</span>; ὡς οὐκ ἐξεσόμενον τῇ πόλει δίκην . . λαμβάνειν <span class="bibl">Lys.14.10</span>. | |Definition=imper. [[ἐξέστω]], subj. [[ἐξῇ]], inf. [[ἐξεῖναι]], part. [[ἐξόν]]: impf. [[ἐξῆν]]: fut. [[ἐξέσται]], opt. ἐξέσοιτο <span class="bibl">X.<span class="title">Ages.</span>1.24</span>, part. [[ἐξεσόμενον]] (v. infr.): impers. (v. [[ἔξειμι]] B):—[[it is allowed]], [[it is possible]], c. inf., <span class="bibl">Hdt.1.183</span>, etc.: c. dat. pers. et inf., ib.<span class="bibl">138</span>, <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>899</span>, etc.; ἔ. σοι ἀνδρὶ γενέσθαι <span class="bibl">X. <span class="title">An.</span>7.1.21</span>; [[ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι]] = [[it is permitted to be joyful]], [[licet esse beatis]], <span class="bibl">D.3.23</span>: with acc. instead of second dat., ἔξεστι ὑμῖν φίλους γενέσθαι <span class="bibl">Th.4.20</span>: c. acc. pers. et inf., <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>1079</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>290d</span>: neut. part. abs., <b class="b3">ἐξεόν τοι . . ἕτερα ποιέειν</b> since it was [[possible]] for thee to... <span class="bibl">Hdt.4.126</span>; ἐξόν σοι γάμου τυχεῖν <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>648</span>; ἐξὸν κεκλῆσθαι <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>365</span>; ὡς οὐκ ἐξεσόμενον τῇ πόλει δίκην . . λαμβάνειν <span class="bibl">Lys.14.10</span>. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=v. [[ἔξειμι]]¹. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔξεστι''': προστ. ἐξέστω, ὑποτακτ. ἐξῇ, εὐκτ. [[ἐξείη]], ἀπαρ. ἐξεῖναι, μετοχ. ἐξόν: παρατ. ἐξῆν: μέλλ. ἐξέσται, εὐκτ. ἐξέσοιτο, Ξεν. Ἀγησ. 1. 23: ἀπροσ. (οἱ μόνοι ἐν χρήσει τύποι τοῦ [[ἔξειμι]]). Ἐπιτρέπεται, [[εἶναι]] δυνατόν, μετ’ ἀπαρ., Ἡρόδ. 1. 183. κτλ.: μετὰ δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ., ὁ αὐτὸς 1. 138, κτλ., Τραγ. κτλ., ὡς Αἰσχύλ. ἐν Εὐμ. 899· νῦν σοι [[ἔξεστι]], ὦ Ξενοφῶν, ἀνδρὶ γενέσθαι, ἰδοὺ [[περίστασις]] νὰ φανῇς [[ἀνήρ]], Ξεν. Ἀν. 7. 1, 21· ἐξ. εὐδαίμοσι γενέσθαι, licet esse beatis, Δημ. 35. 2· ἀλλ᾿ ἡ δευτέρα δοτ. [[ἐνίοτε]] μετατρέπεται εἰς αἰτ., ἔξ. ὑμῖν φίλους γενέσθαι Θουκ. 4. 20: ‒ μετ᾿ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 1079, Πλάτ. Πολιτικ. 290D: ‒ μετοχ. οὐδ. ἀπολ., τί φεύγεις αἰεὶ ἐξόν τοι τῶνδε τὰ ἕτερα ποιέειν; ἐνῷ δύνασαι νά..., Ἡρόδ. 4. 126· ἐξόν σοι γάμου τυχεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 649· ἐξὸν κεκλῆσθαι Σοφ. Ἡλ. 365· ὡς οὐκ ἐξεσόμενον τῇ πόλει δίκην παρὰ τῶν ἀδικούντων... λαμβάνειν Λυσ. 14. 10 (140. 24). | |lstext='''ἔξεστι''': προστ. ἐξέστω, ὑποτακτ. ἐξῇ, εὐκτ. [[ἐξείη]], ἀπαρ. ἐξεῖναι, μετοχ. ἐξόν: παρατ. ἐξῆν: μέλλ. ἐξέσται, εὐκτ. ἐξέσοιτο, Ξεν. Ἀγησ. 1. 23: ἀπροσ. (οἱ μόνοι ἐν χρήσει τύποι τοῦ [[ἔξειμι]]). Ἐπιτρέπεται, [[εἶναι]] δυνατόν, μετ’ ἀπαρ., Ἡρόδ. 1. 183. κτλ.: μετὰ δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ., ὁ αὐτὸς 1. 138, κτλ., Τραγ. κτλ., ὡς Αἰσχύλ. ἐν Εὐμ. 899· νῦν σοι [[ἔξεστι]], ὦ Ξενοφῶν, ἀνδρὶ γενέσθαι, ἰδοὺ [[περίστασις]] νὰ φανῇς [[ἀνήρ]], Ξεν. Ἀν. 7. 1, 21· ἐξ. εὐδαίμοσι γενέσθαι, licet esse beatis, Δημ. 35. 2· ἀλλ᾿ ἡ δευτέρα δοτ. [[ἐνίοτε]] μετατρέπεται εἰς αἰτ., ἔξ. ὑμῖν φίλους γενέσθαι Θουκ. 4. 20: ‒ μετ᾿ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 1079, Πλάτ. Πολιτικ. 290D: ‒ μετοχ. οὐδ. ἀπολ., τί φεύγεις αἰεὶ ἐξόν τοι τῶνδε τὰ ἕτερα ποιέειν; ἐνῷ δύνασαι νά..., Ἡρόδ. 4. 126· ἐξόν σοι γάμου τυχεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 649· ἐξὸν κεκλῆσθαι Σοφ. Ἡλ. 365· ὡς οὐκ ἐξεσόμενον τῇ πόλει δίκην παρὰ τῶν ἀδικούντων... λαμβάνειν Λυσ. 14. 10 (140. 24). | ||
}} | }} | ||
{{Abbott | {{Abbott |