Anonymous

ἔρομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1033.png Seite 1033]] ep. u. ion. [[εἴρομαι]], s. ἄρω.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1033.png Seite 1033]] ep. u. ion. [[εἴρομαι]], s. ἄρω.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> [[εἰρόμην]], <i>f.</i> [[ἐρήσομαι]], <i>ao.2</i> [[ἠρόμην]] &gt; <i>impér.</i> [[ἐροῦ]], <i>inf.</i> [[ἐρέσθαι]], <i>part.</i> ἐρόμενος ; <i>pf. inus.</i><br />demander, interroger : τινά [[τι]], demander qch à qqn ; ἤρετο ὅ [[τι]] θαυμάζοι THC il demandait de quoi il s'étonnait.<br />'''Étymologie:''' R. Ϝερ, parler, cf. [[εἴρομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔρομαι''': β΄ἑνικ. ἔρεαι, Χρησμ. ἐν Ἀγῶνι Ἡσ. κ. Ὀμ. σ. 314, ἔκδ. Goettl.· Ἰων. καὶ Ἐπικ. [[εἴρομαι]]· ([[ἐρωτάω]] [[εἶναι]] ὁ Ἀττ. [[τύπος]], [[ἐρέω]] (Α) [[εἶναι]] [[ἕτερος]] Ἐπικ. [[τύπος]] [[διάφορος]] τοῦ [[ἐρέω]] (Β), Ἀττ. ἐρῶ, θὰ εἴπω): παρατ. εἰρόμην: μέλλ. ἐρήσομαι, Σοφ. Ο. Κ. 1166, Εὐρ., Πλάτ., κλ.· Ἰων. εἰρήσομαι, Ὀδ. Δ. 61., Η. 237, Ἡροδ: - ἀόρ. ἠρόμην, Εὐρ. Ἴων 521. Θουκ., κλ.· προστ. ἐροῦ, Σοφ. Ἠλ. 563, Εὐρ. κλ., Ἐπ. [[ἔρειο]], Ἰλ. Λ. 611· ὑποτακτ. ἔρωμαι, Ὀδ. Θ. 133, Ἀττ.· εὐκτ. ἐροίμην, Ὀδ. Α. 135., Γ. 77, Ἀττ.· ἀπαρ. [[ἐρέσθαι]] ([[συχνάκις]] [[ἡμαρτημένως]] γραφόμενον ἔρεσθαι), [[ὅπερ]] ἀείποτε ἀπαντᾶ ἐν τῇ φράσει μεταλλῆσαι καὶ [[ἐρέσθαι]], Ὀδ. Γ. 69, 243, κ. ἀλλ. πλὴν ἐν Α. 405)· μετοχ. ἐρόμενος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 574, Θουκ. 4. 40. - Ἕτερος Ἐπικ. καὶ Ἰων. [[τύπος]] [[ἐρέομαι]], ἀπαντᾷ ἐν τῇ ὑποτ. ἐρέωμαι, Ὀδ. Ρ. 509· ἀπαρ. ἐρέεσθαι, Ζ. 298., Ψ. 106, Ἱππ. 133Α, παρατατ. ἐρέοντο, Ἰλ. Α. 332, Θ. 445· καὶ Ἰων. σύνθετον ἐπειρέομαι ἐν Ἡροδ. 3.64. Ἐρωτῶ, ἐρωτῶ νὰ μάθω, κατὰ τὸ πλεῖστον ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, ἱστάμενοι δ’ εἴροντο [[περί]] [[σπέος]], [[ὅττι]] ἑ κήδοι Ὀδ. Ι. 402, κτλ.· ἤρετο ὅ τι θαυμάζοι Θουκ. 3. 113· ἐρώμεθα εἴ τιν’ [[ἄεθλον]] οἶδε Ὀδ. Η. 133, κτλ.· [[οὕτως]], [[ἐρέσθαι]] [[ὅπου]]... Πλάτ. Πολ. 327C· διά τι…, ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 355C, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἑπομένης εὐθείας ἐρωτήσεως, ἤρετο Ξενοφῶντα, εἰπέ μοι, ἔφη, ὦ Ξενοφῶν, οὐ σὺ ἐνόμιζες…; Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 9· ἐρομένου δὲ τοῦ Ἀγησιλάου, ἆρ’ ἄν, ὦ Δερκυλίδα, ἐν καιρῷ γένοιτο, εἰ…; ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 4. 3, 2, πρβλ. Κύρ. 1. 4, 19. 2) μετ’ αἰτ. τοῦ ἀντικειμένου, ἐρωτῶ ποῦ εἶναί τι, ἐρέεσθαι δώματα πατρὸς ἐμοῦ Ὀδ. Ζ. 298· έρωτῶ [[περί]] τινος ἢ διά τι, εἰρόμεναι παῖδάς τε κασιγνήτους τε [[ἔτας]] τε καὶ πόσιας, «ἐρωτῶσαι [[ὑπὲρ]] τῶν υἱῶν καὶ τῶν ἀδελφῶν καὶ τῶν συγγενῶν καὶ τῶν ἀνδρῶν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ζ. 239· εἴρεαι Ἕκτορα [[δῖον]] Ω. 390 θεῶν εἰρώμεθα βουλὰς Ὀδ. Π. 402. 3) μετ’ αἰτ. προσ. ἐρωτῶ, Ἰλ. Α. 332, 513, κτλ., Ἡροδ.1. 32· εἴρετο δ’ ἡμέας, ὦ ξεῖνοι, [[πόθεν]] ἐστέ; Ὀδ. Ι. 251· εἴροντο τίς εἴη καὶ [[πόθεν]] ἔλθοι Ρ. 368. 4) μετὰ διπλῆς αἰτ., ἐρωτῶ τινα [[περί]] τινος, τὸ μέν σε πρῶτον ἐγὼν εἰρήσομαι αὐτή· τίς, [[πόθεν]] εἶς ἀνδρῶν; Η.237, πρβλ. Τ. 509. 5) συχνότατα, τινὰ [[περί]] τινος, ὡς, ἵνα μιν περὶ πατρός... ἔροιτο Α. 135, πρβλ. Γ. 77, Ἡροδ. 4. 76, κτλ., Εὐρ. Ἠλ. 548· [[ὡσαύτως]]. οἱ δε μιν ἀμφὶ δίκας εἴροντο Ὀδ. Λ. 570· ἀμφὶ πόσει εἴρεσθαι Τ.95.
|lstext='''ἔρομαι''': β΄ἑνικ. ἔρεαι, Χρησμ. ἐν Ἀγῶνι Ἡσ. κ. Ὀμ. σ. 314, ἔκδ. Goettl.· Ἰων. καὶ Ἐπικ. [[εἴρομαι]]· ([[ἐρωτάω]] [[εἶναι]] ὁ Ἀττ. [[τύπος]], [[ἐρέω]] (Α) [[εἶναι]] [[ἕτερος]] Ἐπικ. [[τύπος]] [[διάφορος]] τοῦ [[ἐρέω]] (Β), Ἀττ. ἐρῶ, θὰ εἴπω): παρατ. εἰρόμην: μέλλ. ἐρήσομαι, Σοφ. Ο. Κ. 1166, Εὐρ., Πλάτ., κλ.· Ἰων. εἰρήσομαι, Ὀδ. Δ. 61., Η. 237, Ἡροδ: - ἀόρ. ἠρόμην, Εὐρ. Ἴων 521. Θουκ., κλ.· προστ. ἐροῦ, Σοφ. Ἠλ. 563, Εὐρ. κλ., Ἐπ. [[ἔρειο]], Ἰλ. Λ. 611· ὑποτακτ. ἔρωμαι, Ὀδ. Θ. 133, Ἀττ.· εὐκτ. ἐροίμην, Ὀδ. Α. 135., Γ. 77, Ἀττ.· ἀπαρ. [[ἐρέσθαι]] ([[συχνάκις]] [[ἡμαρτημένως]] γραφόμενον ἔρεσθαι), [[ὅπερ]] ἀείποτε ἀπαντᾶ ἐν τῇ φράσει μεταλλῆσαι καὶ [[ἐρέσθαι]], Ὀδ. Γ. 69, 243, κ. ἀλλ. πλὴν ἐν Α. 405)· μετοχ. ἐρόμενος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 574, Θουκ. 4. 40. - Ἕτερος Ἐπικ. καὶ Ἰων. [[τύπος]] [[ἐρέομαι]], ἀπαντᾷ ἐν τῇ ὑποτ. ἐρέωμαι, Ὀδ. Ρ. 509· ἀπαρ. ἐρέεσθαι, Ζ. 298., Ψ. 106, Ἱππ. 133Α, παρατατ. ἐρέοντο, Ἰλ. Α. 332, Θ. 445· καὶ Ἰων. σύνθετον ἐπειρέομαι ἐν Ἡροδ. 3.64. Ἐρωτῶ, ἐρωτῶ νὰ μάθω, κατὰ τὸ πλεῖστον ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, ἱστάμενοι δ’ εἴροντο [[περί]] [[σπέος]], [[ὅττι]] ἑ κήδοι Ὀδ. Ι. 402, κτλ.· ἤρετο ὅ τι θαυμάζοι Θουκ. 3. 113· ἐρώμεθα εἴ τιν’ [[ἄεθλον]] οἶδε Ὀδ. Η. 133, κτλ.· [[οὕτως]], [[ἐρέσθαι]] [[ὅπου]]... Πλάτ. Πολ. 327C· διά τι…, ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 355C, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἑπομένης εὐθείας ἐρωτήσεως, ἤρετο Ξενοφῶντα, εἰπέ μοι, ἔφη, ὦ Ξενοφῶν, οὐ σὺ ἐνόμιζες…; Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 9· ἐρομένου δὲ τοῦ Ἀγησιλάου, ἆρ’ ἄν, ὦ Δερκυλίδα, ἐν καιρῷ γένοιτο, εἰ…; ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 4. 3, 2, πρβλ. Κύρ. 1. 4, 19. 2) μετ’ αἰτ. τοῦ ἀντικειμένου, ἐρωτῶ ποῦ εἶναί τι, ἐρέεσθαι δώματα πατρὸς ἐμοῦ Ὀδ. Ζ. 298· έρωτῶ [[περί]] τινος ἢ διά τι, εἰρόμεναι παῖδάς τε κασιγνήτους τε [[ἔτας]] τε καὶ πόσιας, «ἐρωτῶσαι [[ὑπὲρ]] τῶν υἱῶν καὶ τῶν ἀδελφῶν καὶ τῶν συγγενῶν καὶ τῶν ἀνδρῶν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ζ. 239· εἴρεαι Ἕκτορα [[δῖον]] Ω. 390 θεῶν εἰρώμεθα βουλὰς Ὀδ. Π. 402. 3) μετ’ αἰτ. προσ. ἐρωτῶ, Ἰλ. Α. 332, 513, κτλ., Ἡροδ.1. 32· εἴρετο δ’ ἡμέας, ὦ ξεῖνοι, [[πόθεν]] ἐστέ; Ὀδ. Ι. 251· εἴροντο τίς εἴη καὶ [[πόθεν]] ἔλθοι Ρ. 368. 4) μετὰ διπλῆς αἰτ., ἐρωτῶ τινα [[περί]] τινος, τὸ μέν σε πρῶτον ἐγὼν εἰρήσομαι αὐτή· τίς, [[πόθεν]] εἶς ἀνδρῶν; Η.237, πρβλ. Τ. 509. 5) συχνότατα, τινὰ [[περί]] τινος, ὡς, ἵνα μιν περὶ πατρός... ἔροιτο Α. 135, πρβλ. Γ. 77, Ἡροδ. 4. 76, κτλ., Εὐρ. Ἠλ. 548· [[ὡσαύτως]]. οἱ δε μιν ἀμφὶ δίκας εἴροντο Ὀδ. Λ. 570· ἀμφὶ πόσει εἴρεσθαι Τ.95.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> [[εἰρόμην]], <i>f.</i> [[ἐρήσομαι]], <i>ao.2</i> [[ἠρόμην]] &gt; <i>impér.</i> [[ἐροῦ]], <i>inf.</i> [[ἐρέσθαι]], <i>part.</i> ἐρόμενος ; <i>pf. inus.</i><br />demander, interroger : τινά [[τι]], demander qch à qqn ; ἤρετο ὅ [[τι]] θαυμάζοι THC il demandait de quoi il s'étonnait.<br />'''Étymologie:''' R. Ϝερ, parler, cf. [[εἴρομαι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth