Anonymous

ἑταιρίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1047.png Seite 1047]] ep. ἑταρίζω, 1) ein [[ἑταῖρος]] sein, sich Einem zugesellen, ihm beistehen, ἀνδρί Il. 24, 335; Gefährtinn, Geleiterinn sein, H. h. Ven. 96. – Med. sich Einen zum Gefährten wählen, ihm sich zugesellen, ἤ τινά που Τρώων ἑταρίσσαιτο, ἢ πειρήσαιτο καὶ [[οἶος]] Il. 13, 456; Callim. Dian. 206. - 2) eine Buhlerinn sein, das Gewerbe der [[ἑταίρα]] treiben, Luc. D. Meretr. 8, 2; im med., Ath. XIII, 593 b; auch vom Manne, [[μετά]] τινος, Schol. Ar. Th. 254; Poll. 6, 188.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1047.png Seite 1047]] ep. ἑταρίζω, 1) ein [[ἑταῖρος]] sein, sich Einem zugesellen, ihm beistehen, ἀνδρί Il. 24, 335; Gefährtinn, Geleiterinn sein, H. h. Ven. 96. – Med. sich Einen zum Gefährten wählen, ihm sich zugesellen, ἤ τινά που Τρώων ἑταρίσσαιτο, ἢ πειρήσαιτο καὶ [[οἶος]] Il. 13, 456; Callim. Dian. 206. - 2) eine Buhlerinn sein, das Gewerbe der [[ἑταίρα]] treiben, Luc. D. Meretr. 8, 2; im med., Ath. XIII, 593 b; auch vom Manne, [[μετά]] τινος, Schol. Ar. Th. 254; Poll. 6, 188.
}}
{{bailly
|btext=être compagnon <i>ou</i> compagne de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἑταῖρος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑταιρίζω''': μέλλ. -ίσω, εἶμαι [[ἑταῖρος]] ἢ σύντροφός τινος, μετὰ δοτ., ἀνδρὶ ἑταιρίσσαι Ἰλ. Ψ, 335· ἐπὶ τῶν Χαρίτων, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 96. 2) μεταβ., ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[ἐκλέγω]] δι’ ἐμαυτόν, [[ἐκλέγω]] ὡς σύντροφόν μου, ἤ τινά που Τρώων ἑταιρίσσαιτο (Ἐπικ ἀντὶ ἑταιρίσαιτο), «ἑταῖρον καὶ συνεργὸν λάβοι» (Σχολ.), Ἰλ. Ν. 456, πρβλ. Ναυμάχ. 55. ΙΙ. [[ἑταιρεύομαι]], εἶμαι [[πόρνη]]. ἐν τῷ ἐνεργ., Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 8. 2· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀθήν. 593Β.
|lstext='''ἑταιρίζω''': μέλλ. -ίσω, εἶμαι [[ἑταῖρος]] ἢ σύντροφός τινος, μετὰ δοτ., ἀνδρὶ ἑταιρίσσαι Ἰλ. Ψ, 335· ἐπὶ τῶν Χαρίτων, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 96. 2) μεταβ., ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[ἐκλέγω]] δι’ ἐμαυτόν, [[ἐκλέγω]] ὡς σύντροφόν μου, ἤ τινά που Τρώων ἑταιρίσσαιτο (Ἐπικ ἀντὶ ἑταιρίσαιτο), «ἑταῖρον καὶ συνεργὸν λάβοι» (Σχολ.), Ἰλ. Ν. 456, πρβλ. Ναυμάχ. 55. ΙΙ. [[ἑταιρεύομαι]], εἶμαι [[πόρνη]]. ἐν τῷ ἐνεργ., Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 8. 2· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀθήν. 593Β.
}}
{{bailly
|btext=être compagnon <i>ou</i> compagne de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἑταῖρος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth