Anonymous

ἔξωρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0891.png Seite 891]] (ὥρα), außer der Zeit; – a) unzeitig, ἔξωρα [[πράσσω]] κοὐκ ἐμοὶ προσεικότα Soph. El. 618, VLL. [[ἄκαιρος]]. – b) über die Blüthe der Jahre hinaus, VLL. [[παλαιός]], παρηκμακώς, zu alt, Aesch. 1, 95; [[γυνή]], verblüht, Luc. Alex. 6; [[γέρων]] [[ἤδη]] καὶ παντὸς ἡ[[δέος]] [[ἔξωρος]] Hermot. 78, wie τοῦ ἐρᾶν, über das Alter, wo man verliebt ist, hinaus, merc. cond. 7; Plut. Sull. 36 u. a. Sp. – Auch adv., ἐξώρως ἔχειν τοῦ ἀποδημεῖν Philostr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0891.png Seite 891]] (ὥρα), außer der Zeit; – a) unzeitig, ἔξωρα [[πράσσω]] κοὐκ ἐμοὶ προσεικότα Soph. El. 618, VLL. [[ἄκαιρος]]. – b) über die Blüthe der Jahre hinaus, VLL. [[παλαιός]], παρηκμακώς, zu alt, Aesch. 1, 95; [[γυνή]], verblüht, Luc. Alex. 6; [[γέρων]] [[ἤδη]] καὶ παντὸς ἡ[[δέος]] [[ἔξωρος]] Hermot. 78, wie τοῦ ἐρᾶν, über das Alter, wo man verliebt ist, hinaus, merc. cond. 7; Plut. Sull. 36 u. a. Sp. – Auch adv., ἐξώρως ἔχειν τοῦ ἀποδημεῖν Philostr.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui n’est pas de saison, intempestif, déplacé;<br /><b>2</b> qui n’est plus de saison, vieux, suranné ; avec le gén., qui a passé l'âge de.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὥρα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔξωρος''': -ον, (ὥρα) ἔξω τοῦ καιροῦ, [[ἀνάρμοστος]], [[ἀπρεπής]], [[μανθάνω]] δ’ [[ὁθούνεκα]] ἔξωρα [[πράσσω]] κοὐκ ἐμοὶ προσεικότα Σοφ. Ἠλ. 618· ὁ ἔξω τῆς ὥρας τῆς νεότητος, μὴ πλέον [[νεαρός]], οὐτοσὶ δὲ [[ἔξωρος]] ἐγίνετο Αἰσχίν. 1. 95· οὗ, [[καίπερ]] ἐξώρου γενομένου, διετέλει... ἐρᾶν Πλουτ. Σύλλ. 36· μετὰ γεν., ὁ μὴ δυνάμενος [[ἕνεκα]] τῆς προκεχωρηκυίας ἡλικίας [[αὐτοῦ]] ν’ ἀπολαύσῃ τινός, [[γέρων]] ἤδη καὶ παντὸς ἡδέος [[ἔξωρος]] Λουκ. Ἑρμότ. 78. - Ἐπίρρ. ἐξώρως ἔχειν τινὸς Φιλόστρ. 521. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐξώροις· γραίαις, ἢ γέρουσιν» καὶ «ἔξωρον· τὸν παρηκμακότα, ἄκαιρον, ἢ παλαιὸν».
|lstext='''ἔξωρος''': -ον, (ὥρα) ἔξω τοῦ καιροῦ, [[ἀνάρμοστος]], [[ἀπρεπής]], [[μανθάνω]] δ’ [[ὁθούνεκα]] ἔξωρα [[πράσσω]] κοὐκ ἐμοὶ προσεικότα Σοφ. Ἠλ. 618· ὁ ἔξω τῆς ὥρας τῆς νεότητος, μὴ πλέον [[νεαρός]], οὐτοσὶ δὲ [[ἔξωρος]] ἐγίνετο Αἰσχίν. 1. 95· οὗ, [[καίπερ]] ἐξώρου γενομένου, διετέλει... ἐρᾶν Πλουτ. Σύλλ. 36· μετὰ γεν., ὁ μὴ δυνάμενος [[ἕνεκα]] τῆς προκεχωρηκυίας ἡλικίας [[αὐτοῦ]] ν’ ἀπολαύσῃ τινός, [[γέρων]] ἤδη καὶ παντὸς ἡδέος [[ἔξωρος]] Λουκ. Ἑρμότ. 78. - Ἐπίρρ. ἐξώρως ἔχειν τινὸς Φιλόστρ. 521. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐξώροις· γραίαις, ἢ γέρουσιν» καὶ «ἔξωρον· τὸν παρηκμακότα, ἄκαιρον, ἢ παλαιὸν».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui n’est pas de saison, intempestif, déplacé;<br /><b>2</b> qui n’est plus de saison, vieux, suranné ; avec le gén., qui a passé l'âge de.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὥρα]].
}}
}}
{{grml
{{grml