Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἕσπερος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1043.png Seite 1043]] ὁ, auch ἡ, Ap. Rh. 4, 1290, vgl. [[ἑσπέρα]], der [[Abend]] (vesper); μένον δ' ἐπὶ ἕσπερον [[ἐλθεῖν]], [[μέλας]] ἐπὶ [[ἕσπερος]] ἦλθε, der dunkele Abend kam heran, es wurde Abend, Od. 1, 422. 4, 786. – Der Abendstern, Il. 22, 317; Eur. Ion 1149; vgl. Plat. Tim. Locr. 96 e; übertr. vom Alter, Macedon. 2 (V, 233). – Adj., ἐν δ' ἕσπερον ἔφλεξεν Σελάνας [[φάος]] Pind. Ol. 11, 76, das abendliche Licht; ἕσπεροι λαμπτῆρες Soph. Ai. 278; [[ἕσπερος]] [[θεός]], der finstere Gott, Pluto, O. R. 178; – τὰ ἕσπερα, die Abendstunden, der Abend, ποτὶ ἕσπερα, gegen Abend, Od. 17, 191. – Von der Himmelsgegend, westlich, τόποι Aesch. Prom. 348; ἀγκῶνες Soph. Ai. 805; Eur. El. 731; sp. D., γῆ Lycophr. 956.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1043.png Seite 1043]] ὁ, auch ἡ, Ap. Rh. 4, 1290, vgl. [[ἑσπέρα]], der [[Abend]] (vesper); μένον δ' ἐπὶ ἕσπερον [[ἐλθεῖν]], [[μέλας]] ἐπὶ [[ἕσπερος]] ἦλθε, der dunkele Abend kam heran, es wurde Abend, Od. 1, 422. 4, 786. – Der Abendstern, Il. 22, 317; Eur. Ion 1149; vgl. Plat. Tim. Locr. 96 e; übertr. vom Alter, Macedon. 2 (V, 233). – Adj., ἐν δ' ἕσπερον ἔφλεξεν Σελάνας [[φάος]] Pind. Ol. 11, 76, das abendliche Licht; ἕσπεροι λαμπτῆρες Soph. Ai. 278; [[ἕσπερος]] [[θεός]], der finstere Gott, Pluto, O. R. 178; – τὰ ἕσπερα, die Abendstunden, der Abend, ποτὶ ἕσπερα, gegen Abend, Od. 17, 191. – Von der Himmelsgegend, westlich, τόποι Aesch. Prom. 348; ἀγκῶνες Soph. Ai. 805; Eur. El. 731; sp. D., γῆ Lycophr. 956.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> du soir;<br /><b>1</b> <i>adj.</i> [[ἕσπερος]] [[ἀστήρ]] IL l'étoile du soir ; ποτὶ ἕσπερα OD vers le soir;<br /><b>2</b> ὁ [[ἕσπερος]] le soir;<br /><b>II.</b> du couchant, de l'occident : [[ἕσπερος]] [[θεός]] SOPH le dieu de l'occident, <i>càd</i> Hadès, dont le séjour était dans la partie occidentale de la terre, vers les lieux où le soleil se couche.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἑσπέρα]], <i>lat.</i> vesper.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἕσπερος''': -ον, (ἴδε ἐν τέλ.), ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ἑσπέραν, [[ἑσπερινός]], ἕσπ. [[ἀστήρ]], ὁ «[[ἑσπερινός]]», Ἰλ. Χ. 318· ἀντίθ. τῷ [[ἑῷος]] [[ἀστήρ]], Πλάτ. ἐν Ἀνθ. Π. 7. 670· [[ὡσαύτως]] ὡς οὐσιαστ. [[ἄνευ]] τοῦ [[ἀστήρ]], λαμπρὸν ἑσπέρου [[φάος]] Εὐρ. Ἴων 1149, Βίων 16. 1· ἰδίως ἐπὶ τοῦ πλανήτου «Ἀφροδίτης», Τίμ. Λοκρ. 97Α, Κικ. Ν. D. 2. 20 πρβλ. [[φωσφόρος]])· [[ὡσαύτως]], ἕσπερον... σελάνας ἐρατὸν [[φάος]] Πινδ. 10. 90 (ἴδε τὴν λ. [[λαμπτήρ]])· ἕσπ. [[θεός]], ὁ θεὸς τοῦ σκότους, δηλ. ὁ ᾍδης ἢ ὁ Θάνατος, Σοφ. Ο. Τ. 178: - [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ [[ἑσπέριος]], συνδυαζόμενον μετὰ ῥήματος, Ὁμ. Ὕμν. 19. 14, Τίμ. Λοκρ. 96Ε· πρβλ. [[Ἔρεβος]], [[ζόφος]]. 2) ὡς οὐσιαστ., [[ἑσπέρα]], «βράδυ» (ἴδε [[ἑσπέρα]]), ἐπὶ [[ἕσπερος]] ἦλθε Ὀδ. Α. 423· μένον δ’ ἐπὶ ἕσπερον ἐλθεῖν, περιέμενον νὰ ἐπέλθῃ ἡ [[ἑσπέρα]], Δ. 786, πρβλ. Σ. 305, 306· [[ποτὶ]] ἕσπερον, πρὸς ἑσπέραν, «πρὸς τὸ βράδυ», Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 550· [[ὡσαύτως]] ἑτερογεν. πληθ., [[ποτὶ]] ἕσπερα Ὀδ. Ρ. 191: [[ὡσαύτως]], ἡ [[ἕσπερος]] Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1290: μεταφ., ἐπὶ ἡλικίας, τί δὲ ἕσπερός ἐστι γυναικῶν Ἀνθ. Π. 5. 233. ΙΙ. ὁ πρὸς δυσμάς, τόποι Αἰσχύλ. Πρ. 348· ἀγκῶνες Σοφ. Αἴ. 805· [[ἕσπερος]] γῆ, ἡ πρὸς δυσμάς· [[ὡσαύτως]] [[ἄνευ]] τοῦ γῆ, ἀφ’ ἑσπέρου Καλλ. εἰς Δῆλ. 174· πρὸς ἕσπερον ἢ -ου Διον. Π. 280, 335. (Κατ’ ἀρχὰς εἶχε F, ὡς φαίνεται ἐκ τῶν μνημονευθέντων Ὁμηρικῶν χωρίων· Fέσπερε ἀπαντᾷ ἐν τοῖς ποιήμασι τῆς Σαπφοῦς 45 Ahr.· πρβλ. Σανσκρ. varatis (νύξ), [[ἴσως]] ἐκ τοῦ vas (καλύπτειν)· οὕτω vesper [[εἶναι]] ὁ παλαιὸς Λατιν. [[τύπος]]· τὸ δὲ hesperus παρελήφθη ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς). Πρβλ. Fεσπάριοι.
|lstext='''ἕσπερος''': -ον, (ἴδε ἐν τέλ.), ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ἑσπέραν, [[ἑσπερινός]], ἕσπ. [[ἀστήρ]], ὁ «[[ἑσπερινός]]», Ἰλ. Χ. 318· ἀντίθ. τῷ [[ἑῷος]] [[ἀστήρ]], Πλάτ. ἐν Ἀνθ. Π. 7. 670· [[ὡσαύτως]] ὡς οὐσιαστ. [[ἄνευ]] τοῦ [[ἀστήρ]], λαμπρὸν ἑσπέρου [[φάος]] Εὐρ. Ἴων 1149, Βίων 16. 1· ἰδίως ἐπὶ τοῦ πλανήτου «Ἀφροδίτης», Τίμ. Λοκρ. 97Α, Κικ. Ν. D. 2. 20 πρβλ. [[φωσφόρος]])· [[ὡσαύτως]], ἕσπερον... σελάνας ἐρατὸν [[φάος]] Πινδ. 10. 90 (ἴδε τὴν λ. [[λαμπτήρ]])· ἕσπ. [[θεός]], ὁ θεὸς τοῦ σκότους, δηλ. ὁ ᾍδης ἢ ὁ Θάνατος, Σοφ. Ο. Τ. 178: - [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ [[ἑσπέριος]], συνδυαζόμενον μετὰ ῥήματος, Ὁμ. Ὕμν. 19. 14, Τίμ. Λοκρ. 96Ε· πρβλ. [[Ἔρεβος]], [[ζόφος]]. 2) ὡς οὐσιαστ., [[ἑσπέρα]], «βράδυ» (ἴδε [[ἑσπέρα]]), ἐπὶ [[ἕσπερος]] ἦλθε Ὀδ. Α. 423· μένον δ’ ἐπὶ ἕσπερον ἐλθεῖν, περιέμενον νὰ ἐπέλθῃ ἡ [[ἑσπέρα]], Δ. 786, πρβλ. Σ. 305, 306· [[ποτὶ]] ἕσπερον, πρὸς ἑσπέραν, «πρὸς τὸ βράδυ», Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 550· [[ὡσαύτως]] ἑτερογεν. πληθ., [[ποτὶ]] ἕσπερα Ὀδ. Ρ. 191: [[ὡσαύτως]], ἡ [[ἕσπερος]] Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1290: μεταφ., ἐπὶ ἡλικίας, τί δὲ ἕσπερός ἐστι γυναικῶν Ἀνθ. Π. 5. 233. ΙΙ. ὁ πρὸς δυσμάς, τόποι Αἰσχύλ. Πρ. 348· ἀγκῶνες Σοφ. Αἴ. 805· [[ἕσπερος]] γῆ, ἡ πρὸς δυσμάς· [[ὡσαύτως]] [[ἄνευ]] τοῦ γῆ, ἀφ’ ἑσπέρου Καλλ. εἰς Δῆλ. 174· πρὸς ἕσπερον ἢ -ου Διον. Π. 280, 335. (Κατ’ ἀρχὰς εἶχε F, ὡς φαίνεται ἐκ τῶν μνημονευθέντων Ὁμηρικῶν χωρίων· Fέσπερε ἀπαντᾷ ἐν τοῖς ποιήμασι τῆς Σαπφοῦς 45 Ahr.· πρβλ. Σανσκρ. varatis (νύξ), [[ἴσως]] ἐκ τοῦ vas (καλύπτειν)· οὕτω vesper [[εἶναι]] ὁ παλαιὸς Λατιν. [[τύπος]]· τὸ δὲ hesperus παρελήφθη ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς). Πρβλ. Fεσπάριοι.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> du soir;<br /><b>1</b> <i>adj.</i> [[ἕσπερος]] [[ἀστήρ]] IL l'étoile du soir ; ποτὶ ἕσπερα OD vers le soir;<br /><b>2</b> ὁ [[ἕσπερος]] le soir;<br /><b>II.</b> du couchant, de l'occident : [[ἕσπερος]] [[θεός]] SOPH le dieu de l'occident, <i>càd</i> Hadès, dont le séjour était dans la partie occidentale de la terre, vers les lieux où le soleil se couche.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἑσπέρα]], <i>lat.</i> vesper.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth