Anonymous

ἕδρα: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0716.png Seite 716]] ἡ, = [[ἕδος]], in Prosa das gebräuchlichere Wort; 1) Alles worauf man sitzt, Stuhl, Sessel, Bank, Il. 19, 77 Od. 3, 7 u. sonst; auch der Plag, wo man sitzt, τίειν τινὰ ἕδρᾳ, Einen durch einen Ehrenplatz auszeichnen, Il. 8, 161. 12, 311; τιμίαν ἕδραν ἔχειν Aesch. Eum. 817; τιμαῖς, δώροις, ἀρχαῖς, ἕδραις γεραίρειν τινα, Xen. Cyr. 8, 1, 39; ἕδρης εἴκειν τινί Phocyl. 208; der Thron, ἐκβαλεῖν ἕδρης Κρόνον Aesch. Prom. 201; ἕδραν ἔχειν, seinen Sitz haben, sitzen, ἐπ' ὀμφαλῷ Eum. 41; ἐκ τῆσδ' ἕδρας ἔξελθε Soph. O. C. 36; ἐξ ἕδρας ἀνιστάναι, von seinem Sitz aufstehen heißen, Ai. 775; ἐκ τῆς ἕδρας ὠθεῖν Plat. Tim. 79 b; übh. = Ort, ἡ τοῦ [[ἥπατος]] [[ἕδρα]], der Sitz der Leher, 67 b. Bei den Aerzten der Sitz einer Krankheit. – Bes. in den Tempeln der Götter; [[χαλκόπεδος]] θεῶν [[ἕδρα]] Pind. I. 6, 44; ἐν θεῶν ἕδραις Aesch. Ag. 582 Suppl. 408, die 469 geradezu βωμοί heißen. – 2) Alles, worauf Etwas sitzt, ruht, Grundlage, Basis, Plut. Demetr. 21 u. a. Sp.; ἕδραν στρέφειν τινί, Einem die Grundlage entziehen, ihm ein Bein unterschlagen, Theophr. Char. 27. – 3) das Gefäß, der Hintere, Her. 2, 87; Hippocr. u. A. Auch der Nachtstuhl u. der Stuhlgang, Medic. – 4) das Sitzen, die Sitzung; Od. 3, 31. 8, 16; ἕδρας θοάζειν Soph. O. R. 2; ἕδραν ποιεῖν, Sitzung halten, Andoc. 1, 111; Dio Cass. oft von Senatssitzungen. – 5) das Zaudern, Verweilen, Her. 9, 41 Thuc. 5, 7; οὐχ ἕδρας [[ἔργον]] οὐδ' ἀμβολᾶς Bacchyl. bei Ath. XIV, 631 c; οὐχ ἕδρας [[ἀκμή]] Soph. Ai. 798; vgl. Eur. Or. 1241.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0716.png Seite 716]] ἡ, = [[ἕδος]], in Prosa das gebräuchlichere Wort; 1) Alles worauf man sitzt, Stuhl, Sessel, Bank, Il. 19, 77 Od. 3, 7 u. sonst; auch der Plag, wo man sitzt, τίειν τινὰ ἕδρᾳ, Einen durch einen Ehrenplatz auszeichnen, Il. 8, 161. 12, 311; τιμίαν ἕδραν ἔχειν Aesch. Eum. 817; τιμαῖς, δώροις, ἀρχαῖς, ἕδραις γεραίρειν τινα, Xen. Cyr. 8, 1, 39; ἕδρης εἴκειν τινί Phocyl. 208; der Thron, ἐκβαλεῖν ἕδρης Κρόνον Aesch. Prom. 201; ἕδραν ἔχειν, seinen Sitz haben, sitzen, ἐπ' ὀμφαλῷ Eum. 41; ἐκ τῆσδ' ἕδρας ἔξελθε Soph. O. C. 36; ἐξ ἕδρας ἀνιστάναι, von seinem Sitz aufstehen heißen, Ai. 775; ἐκ τῆς ἕδρας ὠθεῖν Plat. Tim. 79 b; übh. = Ort, ἡ τοῦ [[ἥπατος]] [[ἕδρα]], der Sitz der Leher, 67 b. Bei den Aerzten der Sitz einer Krankheit. – Bes. in den Tempeln der Götter; [[χαλκόπεδος]] θεῶν [[ἕδρα]] Pind. I. 6, 44; ἐν θεῶν ἕδραις Aesch. Ag. 582 Suppl. 408, die 469 geradezu βωμοί heißen. – 2) Alles, worauf Etwas sitzt, ruht, Grundlage, Basis, Plut. Demetr. 21 u. a. Sp.; ἕδραν στρέφειν τινί, Einem die Grundlage entziehen, ihm ein Bein unterschlagen, Theophr. Char. 27. – 3) das Gefäß, der Hintere, Her. 2, 87; Hippocr. u. A. Auch der Nachtstuhl u. der Stuhlgang, Medic. – 4) das Sitzen, die Sitzung; Od. 3, 31. 8, 16; ἕδρας θοάζειν Soph. O. R. 2; ἕδραν ποιεῖν, Sitzung halten, Andoc. 1, 111; Dio Cass. oft von Senatssitzungen. – 5) das Zaudern, Verweilen, Her. 9, 41 Thuc. 5, 7; οὐχ ἕδρας [[ἔργον]] οὐδ' ἀμβολᾶς Bacchyl. bei Ath. XIV, 631 c; οὐχ ἕδρας [[ἀκμή]] Soph. Ai. 798; vgl. Eur. Or. 1241.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> tout objet pour s'asseoir, siège, stalle, banc ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> siège <i>ou</i> place d’honneur;<br /><b>2</b> trône;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> <b>1</b> siège <i>ou</i> place qu’on occupe ; siège <i>ou</i> place (d’un organe) ; <i>en gén.</i> place d’une chose (emplacement <i>ou</i> lit d’un fleuve);<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> endroit où l'on réside, résidence, demeure ; ἕδρας σκοτίους EUR les sombres demeures (les enfers) ; Παρνησοῦ ἕδραι, p. [[Παρνησός]] ESCHL le séjour du Parnasse;<br /><b>3</b> résidence d’un dieu, temple ; autel;<br /><b>4</b> lieu de station pour les navires;<br /><b>III.</b> partie du corps sur laquelle on s'assied, siège, fondement ; <i>p. anal.</i> base (d’une machine, d’une coupe, d’une plante, <i>etc.</i>);<br /><b>IV.</b> action de s'asseoir ; <i>p. suite</i><br /><b>1</b> situation sédentaire ; inaction ; [[οὐχ]] ἕδρας [[ἀκμή]] SOPH il n’y a pas un instant à perdre;<br /><b>2</b> session d’une assemblée, séance ; assemblée siégeant.<br />'''Étymologie:''' R. Σεδ, être assis ; v. *ἕζω.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἕδρα''': Ἐπ. καὶ Ἰων. [[ἕδρη]], ἡ, ([[ἕδος]]): Ι. [[μέρος]] [[ἔνθα]] κάθηταί τις: 1) [[θρόνος]], [[κάθισμα]], Ἰλ. Τ. 77, Ὀδ. Γ. 7· ἀγοραί τε καὶ ἕδραι (ἀλλ’ ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει [[ἐνταῦθα]] «ἐκκλησίαι καὶ συνέδρια») Ὀδ. Θ. 16, πρβλ. Γ. 31· [[κάθισμα]] [[τιμῆς]], [[πρωτοκαθεδρία]], περὶ μέν σε τίον... ἕδρῃ τε κρέασίν τε Ἰλ. Θ. 162., Μ. 311· [[οὕτως]], ἕδραις γεραίρειν τινὰ Ξεν. Κύρ. 8. 1, 59· τιμίαν ἕδραν ἔχειν Αἰσχύλ. Εὐμ. 854· [[ἀρχή]], [[ἐξουσία]], [[θρόνος]], ἐκβαλεῖν ἕδρας Κρόνον ὁ αὐτ. Πρ. 201· θακεῖν παγκρατεῖς ἕδρας, καθῆσθαι ἐπὶ παντοδυνάμου θρόνου, [[αὐτόθι]] 389, πρβλ. Πέρσ. 466. 2) [[οἰκητήριον]], συχνὸν κατὰ πληθ., Πινδ. Ο. 7. 140, Π. 11. 95, κτλ.· [[μάλιστα]] ὡς [[οἰκητήριον]] θεῶν, [[ἱερόν]], [[ναός]], Πίνδ. Ι. 7. (6). 61, Αἰσχύλ. Ἀγ. 596, κτλ.· πρβλ. [[ἕδος]]· - νέοικον ἕδραν, νεωστὶ συνοικισθεῖσαν πόλιν, λέγει δὲ τὴν Καμαρῖναν ἢ Καμάριναν πόλιν τῆς Σικελίας, Πίνδ. Ο. 5. 19· ναύλοχοι ἕδραι, τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] ναυλοχοῦσι [[νῆες]], Σοφ. Αἴ. 460· περιφρ., Παρνησοῦ ἕδραι ἀντὶ Παρνησός, Αἰσχύλ. Εὐμ. 11, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ 557· βλεφάρων [[ἕδρα]], ὁ [[ὀφθαλμός]], Εὐρ. Ρῆσ. 8· ὄμματος ἕ. 554. 3) τὸ [[μέρος]] ἢ ὁ [[τόπος]] πράγματός τινος, ἐξ ἕδρας, ἕξω τῆς θέσεώς του, Εὐρ. Βάκχ. 928· τὴν τοῦ [[ἥπατος]] ἕδραν, τοῦ σπλάγχνου, κτλ., Πλάτ. Τίμ. 67Β, 72C, κτλ.· ἐκ τῆς ἕδρας ὠθεῖν [[αὐτόθι]] 79Β· ἔχειν ἕδραν, τηρεῖν τὴν θέσιν αὑτοῦ, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 20· ἕδραν στρέφειν, λυγίζεσθαι [[ὥσπερ]] οἱ παλαισταί, Θεοφρ. Χαρ. 27· ἴδε [[ἑδροστρόφος]]: - [[πυθμήν]], θεμέλιον, βάσις, Πλούτ. Δημήτρ. 21. 4) ἡ [[ἕδρα]] τοῦ ἵππου, ἡ [[ῥάχις]], δηλ. τὸ [[μέρος]] ἐφ’ οὗ κάθηται ὁ [[ἱππεύς]], Ξεν. Ἱππ. 5. 5., 12. 9, Ἱππαρχ. 4, 1· πρβλ. [[ἑδραῖος]] 1. 2. 5) ἕδραι, τὰ μέρη τοῦ ὁρίζοντος, ἐν οἷς ἀναφαίνονται οἰωνοί, Αἰσχύλ. Ἀγ. 117 ([[ἔνθα]] ἴδε, Ἕρμανν.), Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 596· πρβλ. Ἡρόδ. 7. 37, ὁ [[ἥλιος]] ἐκλιπὼν τὴν... ἕδρην. 6) τὸ [[μέρος]] τοῦ σώματος [[ἔνθα]] ἑδράζεται [[πάθος]] τι, Ἰατρ. ΙΙ. τὸ καθῆσθαι, τὸ νὰ κάθηταί τις, ἕδραν ἔχειν, καθῆσθαι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 41· ἐπὶ ἱκετῶν, Σοφ. Ο. Τ. 13 (πρβλ. [[θοάζω]]), Ο. Κ. 112. 2) ἕδραν ἔχειν = καθῆσθαι, Ἱππ. π. Ἀέρ. 292· [[ἐντεῦθεν]], [[ἀπραξία]], [[ἀδράνεια]], βραδύτης, χρονοτριβή, ὡς τὸ [[ἕδος]] ΙΙ, περιημέκτεε τῇ ἕδρῃ Ἡρόδ. 9. 41· ἀχθομένων τῇ ἕδρᾳ Θουκ. 5. 7· οὐχ ἕδρας ἀκμὴ Σοφ. Αἴ. 811· οὐχ ἕδρας [[ἔργον]] οὐδ’ ἀμβολᾶς Βακχυλ. Ἀποσπ. 15 23· οὐκ [[ἔργον]] ἕδρας Εὐρ. Ὀρ. 1291. 3) ἐπὶ στάσεως, γονυπετεῖς ἕδραι, γονάτισμα, Εὐρ. Φοίν. 293· βέλειος [[ἕδρη]], τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] τὸ [[βέλος]] ἐμπήγνυται εἰς τὸ [[ὀστοῦν]] ἀποτελοῦν ὁμαλὴν ὀπὴν [[ἄνευ]] ῥηγμάτων, Ἱππ. π. τῶν ἐν Κεφ. Τρωμ. 900. 4) ἡ [[συνεδρία]] συμβουλίου τινὸς ἢ σωματείου, κτλ., εὐθὺς ἐξ ἕδρας, εὐθὺς ἐγερθεὶς ἐκ τῆς συνεδρίας, Σοφ. Αἴ. 780, πρβλ. 749, (ἀλλὰ τί μ’ αὖ... ἐξ ἕδρας ἀνίστατε; πρὸς τί [[πάλιν]]... ταράσσετε τὴν ἡσυχίαν μου; [[αὐτόθι]] 788)· ἕδραν ποιεῖν, ποιεῖν συνεδρίαν, Ἀνδοκ. 15. 9. ΙΙΙ. τὰ ὀπίσθια, ἡ [[πυγή]], Ἡρόδ. 2. 87, Ἱππ. Ἀφ. 1253, κτλ.· - ἐπὶ πτηνῶν, ὁ [[πρωκτός]], τὸ [[ὀρροπύγιον]], Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 49Β, ἐν τέλ.
|lstext='''ἕδρα''': Ἐπ. καὶ Ἰων. [[ἕδρη]], ἡ, ([[ἕδος]]): Ι. [[μέρος]] [[ἔνθα]] κάθηταί τις: 1) [[θρόνος]], [[κάθισμα]], Ἰλ. Τ. 77, Ὀδ. Γ. 7· ἀγοραί τε καὶ ἕδραι (ἀλλ’ ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει [[ἐνταῦθα]] «ἐκκλησίαι καὶ συνέδρια») Ὀδ. Θ. 16, πρβλ. Γ. 31· [[κάθισμα]] [[τιμῆς]], [[πρωτοκαθεδρία]], περὶ μέν σε τίον... ἕδρῃ τε κρέασίν τε Ἰλ. Θ. 162., Μ. 311· [[οὕτως]], ἕδραις γεραίρειν τινὰ Ξεν. Κύρ. 8. 1, 59· τιμίαν ἕδραν ἔχειν Αἰσχύλ. Εὐμ. 854· [[ἀρχή]], [[ἐξουσία]], [[θρόνος]], ἐκβαλεῖν ἕδρας Κρόνον ὁ αὐτ. Πρ. 201· θακεῖν παγκρατεῖς ἕδρας, καθῆσθαι ἐπὶ παντοδυνάμου θρόνου, [[αὐτόθι]] 389, πρβλ. Πέρσ. 466. 2) [[οἰκητήριον]], συχνὸν κατὰ πληθ., Πινδ. Ο. 7. 140, Π. 11. 95, κτλ.· [[μάλιστα]] ὡς [[οἰκητήριον]] θεῶν, [[ἱερόν]], [[ναός]], Πίνδ. Ι. 7. (6). 61, Αἰσχύλ. Ἀγ. 596, κτλ.· πρβλ. [[ἕδος]]· - νέοικον ἕδραν, νεωστὶ συνοικισθεῖσαν πόλιν, λέγει δὲ τὴν Καμαρῖναν ἢ Καμάριναν πόλιν τῆς Σικελίας, Πίνδ. Ο. 5. 19· ναύλοχοι ἕδραι, τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] ναυλοχοῦσι [[νῆες]], Σοφ. Αἴ. 460· περιφρ., Παρνησοῦ ἕδραι ἀντὶ Παρνησός, Αἰσχύλ. Εὐμ. 11, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ 557· βλεφάρων [[ἕδρα]], ὁ [[ὀφθαλμός]], Εὐρ. Ρῆσ. 8· ὄμματος ἕ. 554. 3) τὸ [[μέρος]] ἢ ὁ [[τόπος]] πράγματός τινος, ἐξ ἕδρας, ἕξω τῆς θέσεώς του, Εὐρ. Βάκχ. 928· τὴν τοῦ [[ἥπατος]] ἕδραν, τοῦ σπλάγχνου, κτλ., Πλάτ. Τίμ. 67Β, 72C, κτλ.· ἐκ τῆς ἕδρας ὠθεῖν [[αὐτόθι]] 79Β· ἔχειν ἕδραν, τηρεῖν τὴν θέσιν αὑτοῦ, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 20· ἕδραν στρέφειν, λυγίζεσθαι [[ὥσπερ]] οἱ παλαισταί, Θεοφρ. Χαρ. 27· ἴδε [[ἑδροστρόφος]]: - [[πυθμήν]], θεμέλιον, βάσις, Πλούτ. Δημήτρ. 21. 4) ἡ [[ἕδρα]] τοῦ ἵππου, ἡ [[ῥάχις]], δηλ. τὸ [[μέρος]] ἐφ’ οὗ κάθηται ὁ [[ἱππεύς]], Ξεν. Ἱππ. 5. 5., 12. 9, Ἱππαρχ. 4, 1· πρβλ. [[ἑδραῖος]] 1. 2. 5) ἕδραι, τὰ μέρη τοῦ ὁρίζοντος, ἐν οἷς ἀναφαίνονται οἰωνοί, Αἰσχύλ. Ἀγ. 117 ([[ἔνθα]] ἴδε, Ἕρμανν.), Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 596· πρβλ. Ἡρόδ. 7. 37, ὁ [[ἥλιος]] ἐκλιπὼν τὴν... ἕδρην. 6) τὸ [[μέρος]] τοῦ σώματος [[ἔνθα]] ἑδράζεται [[πάθος]] τι, Ἰατρ. ΙΙ. τὸ καθῆσθαι, τὸ νὰ κάθηταί τις, ἕδραν ἔχειν, καθῆσθαι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 41· ἐπὶ ἱκετῶν, Σοφ. Ο. Τ. 13 (πρβλ. [[θοάζω]]), Ο. Κ. 112. 2) ἕδραν ἔχειν = καθῆσθαι, Ἱππ. π. Ἀέρ. 292· [[ἐντεῦθεν]], [[ἀπραξία]], [[ἀδράνεια]], βραδύτης, χρονοτριβή, ὡς τὸ [[ἕδος]] ΙΙ, περιημέκτεε τῇ ἕδρῃ Ἡρόδ. 9. 41· ἀχθομένων τῇ ἕδρᾳ Θουκ. 5. 7· οὐχ ἕδρας ἀκμὴ Σοφ. Αἴ. 811· οὐχ ἕδρας [[ἔργον]] οὐδ’ ἀμβολᾶς Βακχυλ. Ἀποσπ. 15 23· οὐκ [[ἔργον]] ἕδρας Εὐρ. Ὀρ. 1291. 3) ἐπὶ στάσεως, γονυπετεῖς ἕδραι, γονάτισμα, Εὐρ. Φοίν. 293· βέλειος [[ἕδρη]], τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] τὸ [[βέλος]] ἐμπήγνυται εἰς τὸ [[ὀστοῦν]] ἀποτελοῦν ὁμαλὴν ὀπὴν [[ἄνευ]] ῥηγμάτων, Ἱππ. π. τῶν ἐν Κεφ. Τρωμ. 900. 4) ἡ [[συνεδρία]] συμβουλίου τινὸς ἢ σωματείου, κτλ., εὐθὺς ἐξ ἕδρας, εὐθὺς ἐγερθεὶς ἐκ τῆς συνεδρίας, Σοφ. Αἴ. 780, πρβλ. 749, (ἀλλὰ τί μ’ αὖ... ἐξ ἕδρας ἀνίστατε; πρὸς τί [[πάλιν]]... ταράσσετε τὴν ἡσυχίαν μου; [[αὐτόθι]] 788)· ἕδραν ποιεῖν, ποιεῖν συνεδρίαν, Ἀνδοκ. 15. 9. ΙΙΙ. τὰ ὀπίσθια, ἡ [[πυγή]], Ἡρόδ. 2. 87, Ἱππ. Ἀφ. 1253, κτλ.· - ἐπὶ πτηνῶν, ὁ [[πρωκτός]], τὸ [[ὀρροπύγιον]], Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 49Β, ἐν τέλ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> tout objet pour s'asseoir, siège, stalle, banc ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> siège <i>ou</i> place d’honneur;<br /><b>2</b> trône;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> <b>1</b> siège <i>ou</i> place qu’on occupe ; siège <i>ou</i> place (d’un organe) ; <i>en gén.</i> place d’une chose (emplacement <i>ou</i> lit d’un fleuve);<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> endroit où l'on réside, résidence, demeure ; ἕδρας σκοτίους EUR les sombres demeures (les enfers) ; Παρνησοῦ ἕδραι, p. [[Παρνησός]] ESCHL le séjour du Parnasse;<br /><b>3</b> résidence d’un dieu, temple ; autel;<br /><b>4</b> lieu de station pour les navires;<br /><b>III.</b> partie du corps sur laquelle on s'assied, siège, fondement ; <i>p. anal.</i> base (d’une machine, d’une coupe, d’une plante, <i>etc.</i>);<br /><b>IV.</b> action de s'asseoir ; <i>p. suite</i><br /><b>1</b> situation sédentaire ; inaction ; [[οὐχ]] ἕδρας [[ἀκμή]] SOPH il n’y a pas un instant à perdre;<br /><b>2</b> session d’une assemblée, séance ; assemblée siégeant.<br />'''Étymologie:''' R. Σεδ, être assis ; v. *ἕζω.
}}
}}
{{Slater
{{Slater