Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἕρπυλλος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1034.png Seite 1034]] ὁ, auch ἡ, Mel. 1 (IV, 1, 54); bei Ath. XV, 677 f 681 e; eine Pflanze, Quendel, eine rankende, immergrüne Staude, den Musen heilig u. häufig zu Kränzen benutzt, Ar. Pax 168; Nic. Ther. 67 u. öfter; Hosch. 2, 66 u. a. sp. D.; Arist. H. A. 9, 40; Theophr., auch mit einem λ geschrieben.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1034.png Seite 1034]] ὁ, auch ἡ, Mel. 1 (IV, 1, 54); bei Ath. XV, 677 f 681 e; eine Pflanze, Quendel, eine rankende, immergrüne Staude, den Musen heilig u. häufig zu Kränzen benutzt, Ar. Pax 168; Nic. Ther. 67 u. öfter; Hosch. 2, 66 u. a. sp. D.; Arist. H. A. 9, 40; Theophr., auch mit einem λ geschrieben.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />serpolet, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἕρπω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἕρπυλλος''': ὁ, καὶ ποιητικῶς ἡ, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 1, Ἀνθ. Π. 4. 1, 54, Παγκράτης παρ’ Ἀθην. 677F· [[εἶδος]] ἑρπυστικοῦ ἀειθαλοῦς φυτοῦ, Λατ. [[serpyllum]], ἐξ οὗ κατεσκεύαζον στεφάνους· ἦν δὲ ἱερὸν ταῖς Μούσαις, Κρατῖνος ἐν «Μαλθακοῖς» 1, Ἀριστοφ. Εἰρ. 168. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[ἕρπυλλος]] [[εἶδος]] ἄνθους, σαμψύχῳ ὅμοιον, ὃ [[μάλιστα]] ἐν τοῖς ὕδασι θάλλει. φυταρίου τι [[εἶδος]]· παρὰ τὸ ἕρπειν ταῖς ῥίζαις. ἔστι δὲ καὶ εὐωδέστατον».
|lstext='''ἕρπυλλος''': ὁ, καὶ ποιητικῶς ἡ, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 1, Ἀνθ. Π. 4. 1, 54, Παγκράτης παρ’ Ἀθην. 677F· [[εἶδος]] ἑρπυστικοῦ ἀειθαλοῦς φυτοῦ, Λατ. [[serpyllum]], ἐξ οὗ κατεσκεύαζον στεφάνους· ἦν δὲ ἱερὸν ταῖς Μούσαις, Κρατῖνος ἐν «Μαλθακοῖς» 1, Ἀριστοφ. Εἰρ. 168. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[ἕρπυλλος]] [[εἶδος]] ἄνθους, σαμψύχῳ ὅμοιον, ὃ [[μάλιστα]] ἐν τοῖς ὕδασι θάλλει. φυταρίου τι [[εἶδος]]· παρὰ τὸ ἕρπειν ταῖς ῥίζαις. ἔστι δὲ καὶ εὐωδέστατον».
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />serpolet, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἕρπω]].
}}
}}
{{grml
{{grml