3,276,932
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0856.png Seite 856]] kunstmäßig, künstlich; [[σοφία]] Plat. Prot. 321 d; [[ἐπιχείρησις]] Legg. IV, 722 d; πίστεις, Beweise, die durch rhetorische Kunst geführt werden, im Ggstz der ἄτεχνοι, wie Zeugenaussagen u. Documente, Arist. rhet. 1, 2 u. Sp. – Von Personen, kunstgeübt, geschickt, [[δημιουργός]] Plat. Legg. X, 903 c; Luc. de merc. cond. 7 u. a. Sp. – Adv. ἐντέχνως, von den Atticisten für τεχνικῶς verworfen, von Phryn. 344 aus Lys. angeführt, Sp., vgl. Lob. zu Phryn. a. a. O. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0856.png Seite 856]] kunstmäßig, künstlich; [[σοφία]] Plat. Prot. 321 d; [[ἐπιχείρησις]] Legg. IV, 722 d; πίστεις, Beweise, die durch rhetorische Kunst geführt werden, im Ggstz der ἄτεχνοι, wie Zeugenaussagen u. Documente, Arist. rhet. 1, 2 u. Sp. – Von Personen, kunstgeübt, geschickt, [[δημιουργός]] Plat. Legg. X, 903 c; Luc. de merc. cond. 7 u. a. Sp. – Adv. ἐντέχνως, von den Atticisten für τεχνικῶς verworfen, von Phryn. 344 aus Lys. angeführt, Sp., vgl. Lob. zu Phryn. a. a. O. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui est du domaine de l'art;<br /><b>2</b> habile, industrieux;<br /><b>3</b> disposé <i>ou</i> travaillé avec art ; [[ἔντεχνος]] [[μέθοδος]] ARSTT méthode habile <i>ou</i> régulière.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[τέχνη]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔντεχνος''': -ον, ὁ ἐντὸς τοῦ κύκλου ἢ τῶν ὁρίων τῆς τέχνης, Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 3. 2) ἡ [[ἔντεχνος]] [[σοφία]], ἡ ἔχουσα ἐν ἑαυτῇ τὴν τέχνην, ἡ ἐν τῇ τέχνῃ [[σοφία]], κλέπτει (ὁ Προμηθεὺς) Ἡφαίστου καὶ Ἀθηνᾶς τὴν ἔντεχνον σοφίαν σὺν πυρὶ Πλάτ. Πρωτ. 321D, κ. ἀλλ.· ὁ διὰ τέχνης καὶ μεθόδου κατασκευασθείς, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἄτεχνος, Ἀριστ. Ρητ. 1, 2, 2, κτλ., ἡ [[ἔντεχνος]] [[μέθοδος]] [[αὐτόθι]] 1. 1, 11: ― Ἐπίρρ. ἐντέχνως, ὁ αὐτ. Σοφ. Ἔλεγχ. 11. 12, πρβλ. Φρύν. 344. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, πεπειραμένος, [[ἔμπειρος]], [[δεξιός]], [[ἔντεχνος]] δημιουργός, [[δεξιός]], ἐπιδέξιος [[τεχνίτης]], Πλάτ. Νόμ. 903C, πρβλ. Πολιτικ. 300Ε. | |lstext='''ἔντεχνος''': -ον, ὁ ἐντὸς τοῦ κύκλου ἢ τῶν ὁρίων τῆς τέχνης, Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 3. 2) ἡ [[ἔντεχνος]] [[σοφία]], ἡ ἔχουσα ἐν ἑαυτῇ τὴν τέχνην, ἡ ἐν τῇ τέχνῃ [[σοφία]], κλέπτει (ὁ Προμηθεὺς) Ἡφαίστου καὶ Ἀθηνᾶς τὴν ἔντεχνον σοφίαν σὺν πυρὶ Πλάτ. Πρωτ. 321D, κ. ἀλλ.· ὁ διὰ τέχνης καὶ μεθόδου κατασκευασθείς, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἄτεχνος, Ἀριστ. Ρητ. 1, 2, 2, κτλ., ἡ [[ἔντεχνος]] [[μέθοδος]] [[αὐτόθι]] 1. 1, 11: ― Ἐπίρρ. ἐντέχνως, ὁ αὐτ. Σοφ. Ἔλεγχ. 11. 12, πρβλ. Φρύν. 344. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, πεπειραμένος, [[ἔμπειρος]], [[δεξιός]], [[ἔντεχνος]] δημιουργός, [[δεξιός]], ἐπιδέξιος [[τεχνίτης]], Πλάτ. Νόμ. 903C, πρβλ. Πολιτικ. 300Ε. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |