Anonymous

ἕσσα: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e(/ssa
|Beta Code=e(/ssa
|Definition=Ep.aor. 1 Act. of [[ἕννυμι]], inf. ἕσσαι: part. aor. I Med. ἑσσάμενος. <span class="sense"><span class="bld">II</span> ἕσσαι,=[[ἕσαι]], aor. 1. inf. of [[ἵζω]].</span>
|Definition=Ep.aor. 1 Act. of [[ἕννυμι]], inf. ἕσσαι: part. aor. I Med. ἑσσάμενος. <span class="sense"><span class="bld">II</span> ἕσσαι,=[[ἕσαι]], aor. 1. inf. of [[ἵζω]].</span>
}}
{{bailly
|btext=<i>ao. de</i> [[ἕννυμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἕσσα''': ἀόρ. α΄ ἐνεργ. τοῦ [[ἕννυμι]], Ὅμ.· ἕσσαι, ἀπαρ., Ὀδ.· ἑσσάμενος, μετοχ. μέσ. ἀόρ. α΄, Ὅμ.· [[ἀλλά]], ΙΙ. ἕσσαι [[εἶναι]] [[ὡσαύτως]] ποιητ. ἀντὶ ἕσαι, ἀπαρ. ἀορ. τοῦ ἵζω, Πινδ. Π. 4. 486: γ΄ πληθ. ὁριστ. ἀορ. ἕσσαντο [[αὐτόθι]] 364. [[Κατὰ]] τὸν Veitch τὸ ἕσσαι καὶ ἕσσαντο ἀναφέρονται εἰς ἄχρηστον ἐνεστῶτα ἕω.
|lstext='''ἕσσα''': ἀόρ. α΄ ἐνεργ. τοῦ [[ἕννυμι]], Ὅμ.· ἕσσαι, ἀπαρ., Ὀδ.· ἑσσάμενος, μετοχ. μέσ. ἀόρ. α΄, Ὅμ.· [[ἀλλά]], ΙΙ. ἕσσαι [[εἶναι]] [[ὡσαύτως]] ποιητ. ἀντὶ ἕσαι, ἀπαρ. ἀορ. τοῦ ἵζω, Πινδ. Π. 4. 486: γ΄ πληθ. ὁριστ. ἀορ. ἕσσαντο [[αὐτόθι]] 364. [[Κατὰ]] τὸν Veitch τὸ ἕσσαι καὶ ἕσσαντο ἀναφέρονται εἰς ἄχρηστον ἐνεστῶτα ἕω.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao. de</i> [[ἕννυμι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth