Anonymous

ἠρέμα: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1175.png Seite 1175]] vor einem Vokal [[ἠρέμας]] (verwandt mit ἔρημος, vgl. auch ἀτρέμας), [[sanft]], [[leise]], [[allmälig]], [[langsam]]; [[ἥσυχος]], [[ἠρέμα]], [[κάνθων]] ruft Trygäus dem Käfer zu Ar. Pax 81; oft bei Plat., [[ἠρέμας]] ἔχε Crat. 399 e, κατ' ἐμαυτόν, still für mich, Ax. 372, ἠρόμην, sanft, Prot. 333 e, wie Crat. 413 a u. öfter; ἐπιγελᾶν, παραμ υθεῖσθαι, Phaed. 62 a 83 a; Ggstz von [[σφόδρα]], Phil. 24 c Theaet. 152 b; ἄχθεσθαι, Ep. XIII, 362 e; περιφέρεσθαι, langsam, Rep. X, 617 a; [[ἠρέμα]] καὶ οὐκ ὀξὺ βλέπειν Arist. Meteor. 3, 4; ψέγειν, dem [[σφόδρα]] entgegengesetzt, Eth. 4, 5, vgl. 3, 1; Sp.; auch bei adj., ἠρ. [[λευκός]] dem παντελῶς λ. entgeggstzt, Arist. meteor. 3, 4; ἠρ. δεισιδαιμονέστερος D. L. 2, 11. Vgl. [[ἠρεμής]] u. [[ἠρεμαῖος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1175.png Seite 1175]] vor einem Vokal [[ἠρέμας]] (verwandt mit ἔρημος, vgl. auch ἀτρέμας), [[sanft]], [[leise]], [[allmälig]], [[langsam]]; [[ἥσυχος]], [[ἠρέμα]], [[κάνθων]] ruft Trygäus dem Käfer zu Ar. Pax 81; oft bei Plat., [[ἠρέμας]] ἔχε Crat. 399 e, κατ' ἐμαυτόν, still für mich, Ax. 372, ἠρόμην, sanft, Prot. 333 e, wie Crat. 413 a u. öfter; ἐπιγελᾶν, παραμ υθεῖσθαι, Phaed. 62 a 83 a; Ggstz von [[σφόδρα]], Phil. 24 c Theaet. 152 b; ἄχθεσθαι, Ep. XIII, 362 e; περιφέρεσθαι, langsam, Rep. X, 617 a; [[ἠρέμα]] καὶ οὐκ ὀξὺ βλέπειν Arist. Meteor. 3, 4; ψέγειν, dem [[σφόδρα]] entgegengesetzt, Eth. 4, 5, vgl. 3, 1; Sp.; auch bei adj., ἠρ. [[λευκός]] dem παντελῶς λ. entgeggstzt, Arist. meteor. 3, 4; ἠρ. δεισιδαιμονέστερος D. L. 2, 11. Vgl. [[ἠρεμής]] u. [[ἠρεμαῖος]].
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> doucement, paisiblement, tranquillement;<br /><b>2</b> modérément, légèrement, un peu;<br /><b>3</b> lentement.<br />'''Étymologie:''' [[ἤρεμος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἠρέμᾰ''': καὶ ἠρέμας πρὸ φωνήεντος ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 170 (ἴδε ἐν τέλ.), ἐπίρρ., ὡς τὸ [[ἀτρέμας]], ἡσύχως, ἐλαφρῶς, [[ἥσυχος]], [[ἠρέμα]], [[ἥσυχα]], σιγά! λεγόμενον πρὸς ἵππον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 82· ψήχειν [[ἠρέμα]] τὸν βουκέφαλον ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 135 [[ἠρέμα]] ἐπιγελᾶν Πλάτ. Φαίδ. 62Α· ἔχε [[ἠρέμα]], στάσου [[ἥσυχα]], ὁ αὐτ. Κρατ. 399Ε· ἤρ. ἠρόμην ὁ αὐτ. Πρωτ. 333Ε. 2) ὀλίγον τι, ἐλαφρῶς, ἀντίθ. [[σφόδρα]], ἠρ. ῥιγοῦν ὁ αὐτ. Θεαιτ. 152Α· ἀγανακτεῖν ὁ αὐτ. Φιλήβ. 47Α· δάκτυλοι... ἠρ. διηρθρωμένοι Ἀριστ. Ι. Ζ. 3. 9, 6· ― [[ἐνίοτε]] μετ’ ἐπιθ. ἐν [[ἠρέμα]] προσάντει Πλάτ. Φαίδρ. 230C· ἠρ. λευκὸς Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 4, 28· ἠρ. θερμὸς ὁ αὐτ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 8, 16. παθητικὸς [[αὐτόθι]] 10, 15· ἠρ. ὁμοῖος ὁ αὐτ. Τοπ. 3. 2, 7· ἠρ. ψεκτὸς ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 4. 5, 14· ἠρ. καὶ γελοῖον Λουκ Μισθ. Συνόντ. 28. 3) βραδέως, ἀντίθ. τάχιστα, Πλάτ. Πολιτ. 617Α. - Τὸ ἐπίθ. [[ἤρεμος]] εὕρηται μόνον παρὰ μεταγεν., ὡς Θεοφρ. Λιθ. 62, Λουκ. Τραγῳδ. 207 (ἠρέμῳ ποδί), Α΄ Ἐπιστ. Τιμ. β΄, 2· ἤρεμον ἑαυτὸν παρέχειν Ἐπιγρ. Ὀλβιοπόλ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2059. 24· - [[ἠρεμαῖος]] εὕρηται συνήθ. ἀντ’ [[αὐτοῦ]]· περὶ τοῦ συνθέτου [[ὡσαύτως]] ἴδε ἐν λ. [[ἠρεμαῖος]]. (Ἡ [[ῥίζα]] φαίνεται ἐν τῷ Σανσκρ. ram, ram-ê (gaudeo), πρβλ. â-ram-âmi (desino, quiesso), Γοτθ. rim-is ([[ἡσυχία]])· - [[ἐντεῦθεν]] καὶ ἠρεμί, αῖος, -ία, -έω.)
|lstext='''ἠρέμᾰ''': καὶ ἠρέμας πρὸ φωνήεντος ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 170 (ἴδε ἐν τέλ.), ἐπίρρ., ὡς τὸ [[ἀτρέμας]], ἡσύχως, ἐλαφρῶς, [[ἥσυχος]], [[ἠρέμα]], [[ἥσυχα]], σιγά! λεγόμενον πρὸς ἵππον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 82· ψήχειν [[ἠρέμα]] τὸν βουκέφαλον ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 135 [[ἠρέμα]] ἐπιγελᾶν Πλάτ. Φαίδ. 62Α· ἔχε [[ἠρέμα]], στάσου [[ἥσυχα]], ὁ αὐτ. Κρατ. 399Ε· ἤρ. ἠρόμην ὁ αὐτ. Πρωτ. 333Ε. 2) ὀλίγον τι, ἐλαφρῶς, ἀντίθ. [[σφόδρα]], ἠρ. ῥιγοῦν ὁ αὐτ. Θεαιτ. 152Α· ἀγανακτεῖν ὁ αὐτ. Φιλήβ. 47Α· δάκτυλοι... ἠρ. διηρθρωμένοι Ἀριστ. Ι. Ζ. 3. 9, 6· ― [[ἐνίοτε]] μετ’ ἐπιθ. ἐν [[ἠρέμα]] προσάντει Πλάτ. Φαίδρ. 230C· ἠρ. λευκὸς Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 4, 28· ἠρ. θερμὸς ὁ αὐτ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 8, 16. παθητικὸς [[αὐτόθι]] 10, 15· ἠρ. ὁμοῖος ὁ αὐτ. Τοπ. 3. 2, 7· ἠρ. ψεκτὸς ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 4. 5, 14· ἠρ. καὶ γελοῖον Λουκ Μισθ. Συνόντ. 28. 3) βραδέως, ἀντίθ. τάχιστα, Πλάτ. Πολιτ. 617Α. - Τὸ ἐπίθ. [[ἤρεμος]] εὕρηται μόνον παρὰ μεταγεν., ὡς Θεοφρ. Λιθ. 62, Λουκ. Τραγῳδ. 207 (ἠρέμῳ ποδί), Α΄ Ἐπιστ. Τιμ. β΄, 2· ἤρεμον ἑαυτὸν παρέχειν Ἐπιγρ. Ὀλβιοπόλ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2059. 24· - [[ἠρεμαῖος]] εὕρηται συνήθ. ἀντ’ [[αὐτοῦ]]· περὶ τοῦ συνθέτου [[ὡσαύτως]] ἴδε ἐν λ. [[ἠρεμαῖος]]. (Ἡ [[ῥίζα]] φαίνεται ἐν τῷ Σανσκρ. ram, ram-ê (gaudeo), πρβλ. â-ram-âmi (desino, quiesso), Γοτθ. rim-is ([[ἡσυχία]])· - [[ἐντεῦθεν]] καὶ ἠρεμί, αῖος, -ία, -έω.)
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> doucement, paisiblement, tranquillement;<br /><b>2</b> modérément, légèrement, un peu;<br /><b>3</b> lentement.<br />'''Étymologie:''' [[ἤρεμος]].
}}
}}
{{grml
{{grml