Anonymous

ἔλδομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0793.png Seite 793]] (Fελδ), gew. [[ἐέλδομαι]], nur praes. u. impf., wünschen, [[verlangen]]; mit dem inf., ἐέλδετο γάρ σε ἰδέσθαι Od. 4, 162; Il. 13, 638; εἰ δ' ἄεθλα γαρύεν ἔλδεαι φίλον [[ἦτορ]] Pind. Ol. 1, 4; mit dem gen., nach Etwas, πεδίοιο, nach der Ebene strebend, Il. 23, 122; ἐελδόμενός που ἐδωδῆς Od. 14, 42; Hes. O. 379 u. sp. D., wie Ap. Rh.; oder mit dem acc., κτήματα, τά τ' ἔλδεται ὅς κ' [[ἐπιδευής]] Il. 5, 481, vgl. Od. 1, 409; im partic. absolut, [[σφῶϊν]] ἐελδομένοισιν [[ἱκάνω]], ich komme euch erwünscht, Od. 21, 209; Il. 7, 4. – Aber νῦν τοι ἐελδέσθω [[πόλεμος]] [[κακός]] ist passivisch, Il. 16, 494.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0793.png Seite 793]] (Fελδ), gew. [[ἐέλδομαι]], nur praes. u. impf., wünschen, [[verlangen]]; mit dem inf., ἐέλδετο γάρ σε ἰδέσθαι Od. 4, 162; Il. 13, 638; εἰ δ' ἄεθλα γαρύεν ἔλδεαι φίλον [[ἦτορ]] Pind. Ol. 1, 4; mit dem gen., nach Etwas, πεδίοιο, nach der Ebene strebend, Il. 23, 122; ἐελδόμενός που ἐδωδῆς Od. 14, 42; Hes. O. 379 u. sp. D., wie Ap. Rh.; oder mit dem acc., κτήματα, τά τ' ἔλδεται ὅς κ' [[ἐπιδευής]] Il. 5, 481, vgl. Od. 1, 409; im partic. absolut, [[σφῶϊν]] ἐελδομένοισιν [[ἱκάνω]], ich komme euch erwünscht, Od. 21, 209; Il. 7, 4. – Aber νῦν τοι ἐελδέσθω [[πόλεμος]] [[κακός]] ist passivisch, Il. 16, 494.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br /><b>1</b> aspirer à, souhaiter, désirer : τινος, [[τι]], qch;<br /><b>2</b> <i>Pass.</i> être désiré.<br />'''Étymologie:''' R. Ϝελ = volo, vouloir, désirer.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔλδομαι''': καὶ [[ἐέλδομαι]], Ἐπ. ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἐπιθυμῶ, ποθῶ, μετ’ ἀπαρ., Ἰλ. Ν. 638, Ὀδ. Δ. 162, οὕτω καὶ Πίνδ. ἐν Ο. 1. 6: ― μετὰ γεν., ἐπιθυμῶ [[σφόδρα]], ποθῶ, σὴν ἄλοχον, τῆς αἰὲν ἐέλδεαι Ὀδ. Ε. 210· ἐλδόμεναι πεδίοιο (ἐπὶ ἡμιόνων), ποθοῦσαι νὰ φθάσωσιν εἰς αὐτό, Ἰλ. Ψ. 122· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., ἐφίεμαι, ἑὸν [[αὐτοῦ]] [[χρεῖος]] ἐελδόμενος Ὀδ. Α. 409, πρβλ. Ἰλ. Ε. 481· ἀπολ., νοστήσας ἐελδομένοισι μάλ’ ἡμῖν Ὀδ. Ω. 400· - ὡς παθ. μόνον [[ἅπαξ]], νῦν τοι ἐελδέσθω [[πόλεμος]], «ἐπιθυμείσθω» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 494. (Τοὺς τύπους [[ἐέλδομαι]] καὶ ἐέλδωρ πρέπει νὰ ἀναγάγωμεν εἰς τὴν √ ΕΛ, πιθαν. τὴν αὐτὴν τῇ √ΒΟΛ, ἐξ ἧς τὸ [[βούλομαι]], κτλ., Λατ. VEL-LE).
|lstext='''ἔλδομαι''': καὶ [[ἐέλδομαι]], Ἐπ. ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἐπιθυμῶ, ποθῶ, μετ’ ἀπαρ., Ἰλ. Ν. 638, Ὀδ. Δ. 162, οὕτω καὶ Πίνδ. ἐν Ο. 1. 6: ― μετὰ γεν., ἐπιθυμῶ [[σφόδρα]], ποθῶ, σὴν ἄλοχον, τῆς αἰὲν ἐέλδεαι Ὀδ. Ε. 210· ἐλδόμεναι πεδίοιο (ἐπὶ ἡμιόνων), ποθοῦσαι νὰ φθάσωσιν εἰς αὐτό, Ἰλ. Ψ. 122· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., ἐφίεμαι, ἑὸν [[αὐτοῦ]] [[χρεῖος]] ἐελδόμενος Ὀδ. Α. 409, πρβλ. Ἰλ. Ε. 481· ἀπολ., νοστήσας ἐελδομένοισι μάλ’ ἡμῖν Ὀδ. Ω. 400· - ὡς παθ. μόνον [[ἅπαξ]], νῦν τοι ἐελδέσθω [[πόλεμος]], «ἐπιθυμείσθω» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 494. (Τοὺς τύπους [[ἐέλδομαι]] καὶ ἐέλδωρ πρέπει νὰ ἀναγάγωμεν εἰς τὴν √ ΕΛ, πιθαν. τὴν αὐτὴν τῇ √ΒΟΛ, ἐξ ἧς τὸ [[βούλομαι]], κτλ., Λατ. VEL-LE).
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br /><b>1</b> aspirer à, souhaiter, désirer : τινος, [[τι]], qch;<br /><b>2</b> <i>Pass.</i> être désiré.<br />'''Étymologie:''' R. Ϝελ = volo, vouloir, désirer.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth