Anonymous

ἔπαρμα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0905.png Seite 905]] τό, das Erhobene, die Erhebung, Anschwellung, Hippocr.; τῶν μαστῶν Arist. H. A. 7, 1, Folgde; übertr., Aufgeblasenheit, Stolz, Sp., τύχης Sotad. Stob. fl. 22, 26.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0905.png Seite 905]] τό, das Erhobene, die Erhebung, Anschwellung, Hippocr.; τῶν μαστῶν Arist. H. A. 7, 1, Folgde; übertr., Aufgeblasenheit, Stolz, Sp., τύχης Sotad. Stob. fl. 22, 26.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />gonflement ; <i>fig.</i> vanité.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπαίρω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔπαρμα''': τό, (ἐπαίρομαι) [[οἴδημα]], πρήξιμον, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 938. ΙΙ. μεταφ., [[ἀνύψωμα]], ἂν χρυσοφορῇς, τοῦτο τύχης ἐστὶν [[ἔπαρμα]] Σωτάδης παρὰ Στοβ. 189. 44.
|lstext='''ἔπαρμα''': τό, (ἐπαίρομαι) [[οἴδημα]], πρήξιμον, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 938. ΙΙ. μεταφ., [[ἀνύψωμα]], ἂν χρυσοφορῇς, τοῦτο τύχης ἐστὶν [[ἔπαρμα]] Σωτάδης παρὰ Στοβ. 189. 44.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />gonflement ; <i>fig.</i> vanité.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπαίρω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />(AM [[ἔπαρμα]], το) [[επαίρω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[μέρος]] ενός οστού που εξέχει ή [[εξόγκωση]] άλλου οργάνου του σώματος<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> «[[έπαρμα]] ιστίου» — το ύψος [[κάθε]] τετραγωνικού ή σταυρωτού ιστίου, το ισάρισμα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> ό,τι προεξέχει, ύψωμα, [[προεξοχή]]<br /><b>2.</b> [[πρήξιμο]], [[φούσκωμα]]<br /><b>3.</b> [[υπερηφάνεια]], [[έξαρση]]<br /><b>4.</b> [[ανύψωση]] στην κοινωνική [[ιεραρχία]]<br /><b>5.</b> ύψος, [[μέγεθος]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἔπαρμα]], το (Μ)<br /><b>1.</b> [[λεία]]<br /><b>2.</b> [[κατάληψη]], [[πάρσιμο]]<br /><b>3.</b> [[απόκτημα]]<br /><b>4.</b> [[συμβουλή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[επαίρνω]] <span style="color: red;"><</span> [[επαίρω]] «[[σηκώνω]], [[υψώνω]]»].
|mltxt=<b>(I)</b><br />(AM [[ἔπαρμα]], το) [[επαίρω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[μέρος]] ενός οστού που εξέχει ή [[εξόγκωση]] άλλου οργάνου του σώματος<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> «[[έπαρμα]] ιστίου» — το ύψος [[κάθε]] τετραγωνικού ή σταυρωτού ιστίου, το ισάρισμα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> ό,τι προεξέχει, ύψωμα, [[προεξοχή]]<br /><b>2.</b> [[πρήξιμο]], [[φούσκωμα]]<br /><b>3.</b> [[υπερηφάνεια]], [[έξαρση]]<br /><b>4.</b> [[ανύψωση]] στην κοινωνική [[ιεραρχία]]<br /><b>5.</b> ύψος, [[μέγεθος]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἔπαρμα]], το (Μ)<br /><b>1.</b> [[λεία]]<br /><b>2.</b> [[κατάληψη]], [[πάρσιμο]]<br /><b>3.</b> [[απόκτημα]]<br /><b>4.</b> [[συμβουλή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[επαίρνω]] <span style="color: red;"><</span> [[επαίρω]] «[[σηκώνω]], [[υψώνω]]»].
}}
}}