Anonymous

ἡμερεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1165.png Seite 1165]] den Tag zubringen; ἡμερεύοντες ξένοι μακρᾶς κελεύθου, die den Tag hindurch den langen Weg.gewandert sind, Aesch. Ch. 699; ἕκηλα ἡμερεύσομεν, ruhig werden wir den Tag hinbringen, Schol. βιώσομεν, Soph. El. 777; ἡμερεύσαντες ἐν τόπῳ Xen. Hell. 5, 4, 3; ἐν τῇ ἀγορᾷ Dem. 44, 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1165.png Seite 1165]] den Tag zubringen; ἡμερεύοντες ξένοι μακρᾶς κελεύθου, die den Tag hindurch den langen Weg.gewandert sind, Aesch. Ch. 699; ἕκηλα ἡμερεύσομεν, ruhig werden wir den Tag hinbringen, Schol. βιώσομεν, Soph. El. 777; ἡμερεύσαντες ἐν τόπῳ Xen. Hell. 5, 4, 3; ἐν τῇ ἀγορᾷ Dem. 44, 4.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> passer la journée : μακρᾶς κελεύθου ESCHL passer la journée à faire une marche;<br /><b>2</b> passer ses jours, vivre.<br />'''Étymologie:''' [[ἡμέρα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμερεύω''': [[διέρχομαι]] τὴν ἡμέραν, [[διημερεύω]], ἐν τόπῳ ἐρήμῳ Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 3· ἐν ἀγορᾷ Δημ. 1081. 26· [[πρός]] πῦρ Ξεν. Οἰκ. 4, 2· ἐν πόνοις Εὐρ. Ἀποσπ. 529· - ἀπολ., ὁδοιπορῶ ὅλην τὴν ἡμέραν, Αἰσχύλ. Χο. 710 ([[ἔνθα]] τὸ μακρᾶς κελεύθου ἀνήκει εἰς τὸ τὰ πρόσφορα, ὡς ἐν Εὐρ. Ἑλ. 515). 2) [[διέρχομαι]] τὰς ἡμέρας μου, ζῶ, Σοφ. Ἠλ. 787, - Μέσ., δίαιταν ἥνπερ ἡμερεύεται Εὐρ. Ἀποσπ. 812. 6· - [[οὕτως]] ὁ Gaisf. ἀντὶ ἱμερεύεται (ὡς παρὰ τῷ Ἰω. Δαμασκ.), ὁ Αἰσχίν. τὸ ἀναφέρει ὡς ἐμπορεύεται.
|lstext='''ἡμερεύω''': [[διέρχομαι]] τὴν ἡμέραν, [[διημερεύω]], ἐν τόπῳ ἐρήμῳ Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 3· ἐν ἀγορᾷ Δημ. 1081. 26· [[πρός]] πῦρ Ξεν. Οἰκ. 4, 2· ἐν πόνοις Εὐρ. Ἀποσπ. 529· - ἀπολ., ὁδοιπορῶ ὅλην τὴν ἡμέραν, Αἰσχύλ. Χο. 710 ([[ἔνθα]] τὸ μακρᾶς κελεύθου ἀνήκει εἰς τὸ τὰ πρόσφορα, ὡς ἐν Εὐρ. Ἑλ. 515). 2) [[διέρχομαι]] τὰς ἡμέρας μου, ζῶ, Σοφ. Ἠλ. 787, - Μέσ., δίαιταν ἥνπερ ἡμερεύεται Εὐρ. Ἀποσπ. 812. 6· - [[οὕτως]] ὁ Gaisf. ἀντὶ ἱμερεύεται (ὡς παρὰ τῷ Ἰω. Δαμασκ.), ὁ Αἰσχίν. τὸ ἀναφέρει ὡς ἐμπορεύεται.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> passer la journée : μακρᾶς κελεύθου ESCHL passer la journée à faire une marche;<br /><b>2</b> passer ses jours, vivre.<br />'''Étymologie:''' [[ἡμέρα]].
}}
}}
{{grml
{{grml