Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἡμερόω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1166.png Seite 1166]] zahm machen, zähmen; von Thieren; ἡμεροῦταί τε καὶ ἀγριαίνει τὸ [[θρέμμα]] Plat. Rep. VI, 493 b; von Pflanzen und Bäumen, sie anbauen, sie durch Pflege, Pfropfen u. dgl. veredeln; auch τὴν γῆν, das Land bebauen, Theophr. – Übertr., ein Land von wilden Thieren od. Räubern reinigen, daß es bewohnbar ist, χθόνα ἀνήμερον τιθέντες ἡμερωμένην Aesch. Eum. 14; von Menschen, entwildern, unterwürfig machen, οὐ πείθων οὐδ' ἡμερῶν λόγῳ Plat. Rep. VIII, 554 d, [[δίκη]] πάντα ἡμέρωκε τὰ ἀνθρώπινα Legg. XI, 937 d; pass., τὸ θηριῶδες κοιμίζεται καὶ ἡμεροῦται Rep. IX, 591 b; ἡμερούμενοι τοῖς δώροις Legg. X, 906 d. – Med., Einen sich unterwerfen, τοὺς ἐμποδὼν γινομένους Her. 4, 118; auch [[ἔθνος]] τινί, 5, 2; vgl. Paus. 9, 32, 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1166.png Seite 1166]] zahm machen, zähmen; von Thieren; ἡμεροῦταί τε καὶ ἀγριαίνει τὸ [[θρέμμα]] Plat. Rep. VI, 493 b; von Pflanzen und Bäumen, sie anbauen, sie durch Pflege, Pfropfen u. dgl. veredeln; auch τὴν γῆν, das Land bebauen, Theophr. – Übertr., ein Land von wilden Thieren od. Räubern reinigen, daß es bewohnbar ist, χθόνα ἀνήμερον τιθέντες ἡμερωμένην Aesch. Eum. 14; von Menschen, entwildern, unterwürfig machen, οὐ πείθων οὐδ' ἡμερῶν λόγῳ Plat. Rep. VIII, 554 d, [[δίκη]] πάντα ἡμέρωκε τὰ ἀνθρώπινα Legg. XI, 937 d; pass., τὸ θηριῶδες κοιμίζεται καὶ ἡμεροῦται Rep. IX, 591 b; ἡμερούμενοι τοῖς δώροις Legg. X, 906 d. – Med., Einen sich unterwerfen, τοὺς ἐμποδὼν γινομένους Her. 4, 118; auch [[ἔθνος]] τινί, 5, 2; vgl. Paus. 9, 32, 7.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />adoucir une nature sauvage :<br /><b>1</b> apprivoiser;<br /><b>2</b> purger de bêtes sauvages, de brigands, rendre habitable;<br /><b>3</b> civiliser, adoucir, conquérir par la douceur, subjuguer;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἡμερόομαι]], [[ἡμεροῦμαι]] se concilier, subjuguer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἥμερος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμερόω''': μέλλ. -ώσω. ([[ἥμερος]]) ἐξημερώνω, ποιῶ ἥμερον, 1) [[κυρίως]] ἐπί ἀγρίων θηρίων, Πλάτ. Πολιτ. 493Β, Ἀριστ. Ι. Ζ. 1. 1, 28. 2) ἐπί φυτῶν, καλλιεργῶ, περιποιοῦμαι, Ἱππ. Ἀέρ. 288, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 2. 14, 1: 3) ἐπί χωρῶν, [[καθαρίζω]] ἀπαλλάτων ἀπό λῃστῶν καί ἀγρίων θηρίων, ὡς ἔπραξαν ὁ [[Ἡρακλῆς]] καί ὁ [[Θησεύς]], ναυτιλίαισι πορθμόν ἁμερώσας Πίνδ. Ι. 4. 98 (3. 75)· χθόνα ἀνήμερον τιθέντες ἡμερωμένην Αἰσχύλ. Εὐμ. 14· ἤ, καλλιεργῶ, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 5. 15, 6, κ. άλλ.· ἐπί ἀνθρώπων, ἐκπολιτίζω, [[μεταδίδω]] τὸν πολιτισμόν, Πλάτ. Νόμ. 937D, κλ. 4) ἐπί ἀνθρώπων [[ὡσαύτως]], [[πραΰνω]], ἀντίθ. τῷ [[ἀγριαίνω]], λόγῳ Πλάτ. Πολ. 554D· ἁρμονίᾳ τε καί ῥυθμῷ [[αὐτόθι]] 442 Α· καί εν τῷ παθ., [[αὐτόθι]] 493Β· δώροις ἡμεροῦσθαι ὁ αὐτ. Νόμ. 906D· ὑπό παιδείας [[αὐτόθι]] 935 Α. β) [[ὡσαύτως]], ἐξημερώνω διὰ κατακτήσεως, [[ὑποτάσσω]], ἡμερώσας δὲ Αἴγυπτον ἐξυβρίσασαν Ἡρόδ. 7. 5· καί [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ πᾶν [[ἔθνος]] ἡμερούμενον βασιλέϊ 5. 2, πρβλ. 4. 118.
|lstext='''ἡμερόω''': μέλλ. -ώσω. ([[ἥμερος]]) ἐξημερώνω, ποιῶ ἥμερον, 1) [[κυρίως]] ἐπί ἀγρίων θηρίων, Πλάτ. Πολιτ. 493Β, Ἀριστ. Ι. Ζ. 1. 1, 28. 2) ἐπί φυτῶν, καλλιεργῶ, περιποιοῦμαι, Ἱππ. Ἀέρ. 288, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 2. 14, 1: 3) ἐπί χωρῶν, [[καθαρίζω]] ἀπαλλάτων ἀπό λῃστῶν καί ἀγρίων θηρίων, ὡς ἔπραξαν ὁ [[Ἡρακλῆς]] καί ὁ [[Θησεύς]], ναυτιλίαισι πορθμόν ἁμερώσας Πίνδ. Ι. 4. 98 (3. 75)· χθόνα ἀνήμερον τιθέντες ἡμερωμένην Αἰσχύλ. Εὐμ. 14· ἤ, καλλιεργῶ, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 5. 15, 6, κ. άλλ.· ἐπί ἀνθρώπων, ἐκπολιτίζω, [[μεταδίδω]] τὸν πολιτισμόν, Πλάτ. Νόμ. 937D, κλ. 4) ἐπί ἀνθρώπων [[ὡσαύτως]], [[πραΰνω]], ἀντίθ. τῷ [[ἀγριαίνω]], λόγῳ Πλάτ. Πολ. 554D· ἁρμονίᾳ τε καί ῥυθμῷ [[αὐτόθι]] 442 Α· καί εν τῷ παθ., [[αὐτόθι]] 493Β· δώροις ἡμεροῦσθαι ὁ αὐτ. Νόμ. 906D· ὑπό παιδείας [[αὐτόθι]] 935 Α. β) [[ὡσαύτως]], ἐξημερώνω διὰ κατακτήσεως, [[ὑποτάσσω]], ἡμερώσας δὲ Αἴγυπτον ἐξυβρίσασαν Ἡρόδ. 7. 5· καί [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ πᾶν [[ἔθνος]] ἡμερούμενον βασιλέϊ 5. 2, πρβλ. 4. 118.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />adoucir une nature sauvage :<br /><b>1</b> apprivoiser;<br /><b>2</b> purger de bêtes sauvages, de brigands, rendre habitable;<br /><b>3</b> civiliser, adoucir, conquérir par la douceur, subjuguer;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἡμερόομαι]], [[ἡμεροῦμαι]] se concilier, subjuguer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἥμερος]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater