Anonymous

ἑστία: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1044.png Seite 1044]] ἡ, ion. u. ep. [[ἱστίη]], auch ἑστίη, Hes. O. 732, l. d., der [[Heerd]] des Hauses, der zugleich der Hausaltar ist, auf dem die Hausgötter standen, u. der insofern als heilig galt u. als unverletzlicher Zufluchtsort der Hülfeflehenden, vgl. Thuc. 1, 136; bei Hom. nur in der Od. in Schwurformeln, ἴστω νῦν Ζεὺς – ξενίη τε [[τράπεζα]], [[ἱστίη]] τ' Ὀδυσῆος, ἣν [[ἀφικάνω]], 14. 159. 17, 156. 10, 304. – Tragg., [[ἕως]] ἂν αἴθῃ πῦρ ἐφ' ἑστίας ἐμῆς Αἴγισθος Aesch. Ag. 1410; [[τίω]] δ' ἀθέρμαντον ἑστίαν δόμων Ch. 620; Altar, μήλοισιν αἱμάσσοντες ἑστίας θεῶν Spt. 257, vgl. Eum. 272 Suppl. 367; μὰ τὴν πατρῴαν ἑστίαν Soph. El. 869; [[βούθυτος]] O. C. 1491; Eur.; vgl. τὰς βασιληΐας ἱστίας ὀμνύναι Her. 4, 68; γᾶ [[ἑστία]] θεῶν Plat. Tim. Locr. 97 d, vgl. Legg. XII, 955 e; ἡ κοινὴ [[ἑστία]], der Heerd des Staates, Versammlungshaus der Prytanen, Arist. pol. 6 eztr.; vgl. Pol. 29, 5, 6. 31, 9, 4; Inscr. 1193, das Prytaneum [[ἑστία]] τῆς πόλεως, Poll. 9, 40. – Uebh. das Haus, Wohnung, ἐς ἀφνεὰν μάκαιραν Ίέρωνος ἑστίαν Pind. Ol. 1, 11; ἑστίαν πατρῴαν P. 11, 13; τὰ μὲν κατ' οἴκους ἐφ' ἑστίας ἄχη Aesch. Ag. 415; ὦ σωτῆρες ἑστίας πατρός Ch. 262; οὐδ' ἀφ' ἑστίας συθείς Pers. 849; ὦ πατρῷον ἑστίας [[βάθρον]] Soph. Ai. 847, vgl. O. C. 639; ὅτου δῶμ' ἑστίαν τ' ἀφίξομαι Eur. Hec. 353; μυχοῖς ναίουσαν ἑστίας ἐμῆς Med. 397; διξὰς ἱστίας οἴκεε Her. 5, 40, der es auch für alle zum Hause Gehörenden gebraucht, die Familie, [[ὀγδώκοντα]] ἱστίαι ἐκδημέουσαι ἔτυχον 1, 177; [[ἄμοιρος]] ἑστίας Xen. Cyr. 7, 5, 56; Sp., wie Plut. Rom. 9; D. Sic. 20, 15. – Übertr., Σελεύκειαν ἑστίαν ὑπάρχουσαν τῆς αὐτῶν δυναστείας, der Heerd, Mittelpunkt, Pol. 5, 58, 4; ἑστ. καὶ [[μητρόπολις]] D. Sic. 15, 90. – Nach E. M. auch das Mahl. – Sprichwörtl. ἀφ' ἑστίας ἄρχεσθαι, vom eigenen Heerde, mit sich, mit der Hauptperson anfangen, Schol. Ar. Vesp. 842; Paroem. – Vgl. auch nom. pr. [ι ist bei Hom. lang, bei den Uebrigen kurz].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1044.png Seite 1044]] ἡ, ion. u. ep. [[ἱστίη]], auch ἑστίη, Hes. O. 732, l. d., der [[Heerd]] des Hauses, der zugleich der Hausaltar ist, auf dem die Hausgötter standen, u. der insofern als heilig galt u. als unverletzlicher Zufluchtsort der Hülfeflehenden, vgl. Thuc. 1, 136; bei Hom. nur in der Od. in Schwurformeln, ἴστω νῦν Ζεὺς – ξενίη τε [[τράπεζα]], [[ἱστίη]] τ' Ὀδυσῆος, ἣν [[ἀφικάνω]], 14. 159. 17, 156. 10, 304. – Tragg., [[ἕως]] ἂν αἴθῃ πῦρ ἐφ' ἑστίας ἐμῆς Αἴγισθος Aesch. Ag. 1410; [[τίω]] δ' ἀθέρμαντον ἑστίαν δόμων Ch. 620; Altar, μήλοισιν αἱμάσσοντες ἑστίας θεῶν Spt. 257, vgl. Eum. 272 Suppl. 367; μὰ τὴν πατρῴαν ἑστίαν Soph. El. 869; [[βούθυτος]] O. C. 1491; Eur.; vgl. τὰς βασιληΐας ἱστίας ὀμνύναι Her. 4, 68; γᾶ [[ἑστία]] θεῶν Plat. Tim. Locr. 97 d, vgl. Legg. XII, 955 e; ἡ κοινὴ [[ἑστία]], der Heerd des Staates, Versammlungshaus der Prytanen, Arist. pol. 6 eztr.; vgl. Pol. 29, 5, 6. 31, 9, 4; Inscr. 1193, das Prytaneum [[ἑστία]] τῆς πόλεως, Poll. 9, 40. – Uebh. das Haus, Wohnung, ἐς ἀφνεὰν μάκαιραν Ίέρωνος ἑστίαν Pind. Ol. 1, 11; ἑστίαν πατρῴαν P. 11, 13; τὰ μὲν κατ' οἴκους ἐφ' ἑστίας ἄχη Aesch. Ag. 415; ὦ σωτῆρες ἑστίας πατρός Ch. 262; οὐδ' ἀφ' ἑστίας συθείς Pers. 849; ὦ πατρῷον ἑστίας [[βάθρον]] Soph. Ai. 847, vgl. O. C. 639; ὅτου δῶμ' ἑστίαν τ' ἀφίξομαι Eur. Hec. 353; μυχοῖς ναίουσαν ἑστίας ἐμῆς Med. 397; διξὰς ἱστίας οἴκεε Her. 5, 40, der es auch für alle zum Hause Gehörenden gebraucht, die Familie, [[ὀγδώκοντα]] ἱστίαι ἐκδημέουσαι ἔτυχον 1, 177; [[ἄμοιρος]] ἑστίας Xen. Cyr. 7, 5, 56; Sp., wie Plut. Rom. 9; D. Sic. 20, 15. – Übertr., Σελεύκειαν ἑστίαν ὑπάρχουσαν τῆς αὐτῶν δυναστείας, der Heerd, Mittelpunkt, Pol. 5, 58, 4; ἑστ. καὶ [[μητρόπολις]] D. Sic. 15, 90. – Nach E. M. auch das Mahl. – Sprichwörtl. ἀφ' ἑστίας ἄρχεσθαι, vom eigenen Heerde, mit sich, mit der Hauptperson anfangen, Schol. Ar. Vesp. 842; Paroem. – Vgl. auch nom. pr. [ι ist bei Hom. lang, bei den Uebrigen kurz].
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> foyer, au sens religieux, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> foyer, partie intime de la maison où se trouvaient l'autel des dieux domestiques et le sanctuaire pour les suppliants;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> la maison elle-même, maison, demeure, foyer ; <i>fig. de</i>rnière demeure, tombeau;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> autel.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> Vesta.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑστία''': ἡ, Ἰων. [[ἱστίη]] (ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ. καί Ἡροδ., οὕτω καί τό ἄριστον Ἀντίγραφον τῶν Ἔργ. κ. Ἡμ. τοῦ Ἡσιόδου 732 [[ἀντί]] ἑστίη). Ἡ [[ἑστία]] τῆς οἰκίας, τό [[μέρος]] [[ἔνθα]] ἀνήπτετο τό πῦρ ἐν τῷ ἐσωτερικῷ τῆς οἰκίας, [[ὅθεν]] ἐλέγετο [[μεσόμφαλος]], κοινῶς «γωνιά», Τουρκ. «ὀτζάκι», Αἰσχύλ. Ἀγ. 1056 (ἀλλ· ἴδε κατωτ. 4) ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ, καθήμενος ἐν τῇ οἰκίᾳ [[αὐτοῦ]] πλησίον τῆς ἑστίας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 299· ἦτο δέ αὕτη τὸ [[ἱερόν]] [[ἕδος]] τῶν οἰκογενειακῶν θεοτήτων, Εὐρ. Μήδ. 396, κτλ.· καί ἄσυλον τοῖς ἱκέταις (ἴδε ἐφέστιοι), καθῆσθαι παρ’ ἑστίᾳ Πινδ. Ἀποσπ. 49· ἐπί τήν ἑστίαν καθίζεσθαι Θουκ. 1. 136· ἡ [[δορύξενος]] ἑστ. Σοφ. Ο.Κ. 633: [[ἐντεῦθεν]] [[ὅρκος]] ἐπ’ αὐτῇ ἦτο [[ἰδιαζόντως]] [[ἱερός]], καί ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τήν λέξιν μόνον ἐπί σοβαρῶν διαβεβαιώσεων, [[ἴστω]] νῦν Ζεύς πρῶτα θεῶν... [[ἱστίη]] τ’ Ὀδυσῆος Ὁδ. Ξ. 159, Ρ. 156, Τ.304· [[οὕτως]] ἐν Ἡροδότ. 4. 68, Σοφ. Ἠλ. 881. 2) [[αὐτός]] ὁ [[οἶκος]], ἡ [[κατοικία]], ὁ οἰκογενειακός [[κύκλος]], ἡ οἰκογένεια, Πινδ. Ο. 1. 17, Π. 11. 21, καί συχν. [[παρά]] Τραγ., ὡς παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Χο. 264 κλ.· διξάς ἱστίας οἴκεε Ἡρόδ. 5. 40. μεταφορ., ἐπί τῆς ὑστάτης κατοικίας, [[ἤτοι]] τοῦ τάφου, Σοφ. Ο.Κ. 1728. 3) οἰκογένεια, οἱ πολλοί, [[πλήν]] [[ὀγδώκοντα]] ἱστιέων κτλ. Ἡροδ. 1. 176· [[ἱστίη]] οὐδεμία νομιζομένη [[εἶναι]] Γλαύκου 6. 86. 4) [[παρά]] Τραγ. [[ὡσαύτως]], [[θυσιαστήριον]], [[βωμός]], ὡς τό [[ἐσχάρα]], Αἰσχύλ. Θήβ. 275, Εὐμ. 282· [[βούθυτος]] ἑστ. Σοφ. Ο.Κ. 1495· γᾶς [[μεσόμφαλος]] ἑστ., ἐπί τοῦ ἐν Δελφοῖς ἱεροῦ, Εὐριπ. Ἴων 462· [[ὅπερ]] [[παρά]] Τραγ. καλεῖται [[ἑστία]] Πυθόμαντις, Δελφική, Πυθική: - ἡ κοινή [[ἑστία]], ὁ [[δημόσιος]] [[βωμός]] χρησιμεύων ὡς ἄσυλον εἰς τους πρόσφυγας, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 20 (πρβλ. Αἰσχύλ. Ἰκ. 372, βωμόν, ἑστίαν χθονός), ἥν ὁ Ἀππ. ἐν Καρχ. 84 καλεῖ πολιτικήν ἑστίαν· ἴδε κατωτ. ΙΙ· [[ἀλλά]] κοινή ἑστ. ἐκαλεῖτο καί ἡ δημόσια [[τράπεζα]] ἐδέξαντο τούς πρεσβευτάς ἐπί τήν κοινήν ἑστ. Πολύβ. 29. 5, 6, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1193. 33, Πολυδ. Θ΄, 40· καλέσαι τινάς ἐπί ξένια εἰς [[πρυτανεῖον]] εἰς τήν κοινήν ἑστ. Ἐπιγραφ. [[παρά]] τῷ Keil. Iv. b. 16: - μυηθείς ἀφ’ ἑστίας, [[φράσις]] ἐν χρήσει ἐπί σεμνοπρεποῦς τινος μυήσεως ἐν Ἐλευσῖνι. Συλλ. Ἐπιγρ. 393 ([[ἔνθα]] ἴδε Böckh), 406, 443, κ. ἀλλ.· τόν ἀφ’ ἑστίας μύστην [[αὐτόθι]] 406 c (προσθῆκαι). 5) μεταφ., ἐπί [[πόλεων]] αἵτινες ἐθεωροῦντο, [[οὕτως]] εἰπεῖν, ἡ [[ἑστία]] τοῦ κράτους, Σελεύκειαν δέ περιορᾶν... ἀρχηγέτιν οὖσαν, καί [[σχεδόν]] ὡς εἰπεῖν ἑστίαν ὑπάρχουσαν τῆς αὐτῶν δυναστείας Πολύβ. 5. 58, 4, Διόδ. 4. 19., 15. 90· ἐπί τῆς Δήλου, [[ἱστίη]] ὦ νήσων Καλλ. εἰς Δῆλ. 325· [[οὕτως]] ο Πλούταρχ. λέγει, ἑστ. ἤθους 2. 52Β, 97Β. ΙΙ. ὡς [[ὄνομα]] κύρ. Ἑστία, Ἰων. Ἱστίη, ἀλλ’ ἐν Ἡσ. Θ. 454 Ἑστίη, Βοιωτ. Ἱστιαία Ἐπιγρα… Keil σ. 197: - ἡ [[παρά]] Ρωμ. Vesta, [[παρθένος]] θεά, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 22 κἐξ.· [[θυγάτηρ]] τοῦ Κρόνου καί τῆς Ρέας κατά τόν Ἡσίοδ. ἔνθ’ ἀνωτ:. [[ἀλλά]] ταυτιζομένη τῇ Ρέᾳ κατά τόν Ὀρφ. Ὕμν. 26. 9· προστάτις τοῦ οἴκου καί τῆς οἰκογενείας, [[προσέτι]] καί τῆς πολιτείας, δι’ ὅ καί ἐν ταῖς εὐωχίαις καί σπονδαῖς [[ἔθος]] ἦν τάς ἀπαρχάς τῇ Ἑστίᾳ ποιεῖσθαι, καί αὐτήν ἐπικαλεῖσθαι πρώτην. Ὁμ. Ὕμν. 23 καί 29, Ὀρφ. Ὕμν. 83, Διόδ. 5. 68 · Ἑστία [[πρυτανεία]], ἡ βουλαία Ἑστ. Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2347k, 2349b. 13· λατρευομένη ὡς κοινή Ἑστία ὑπό τῶν Γετῶν, Διόδ. 1. 94, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 127: - παροιμ. ἀφ’ Ἑστίας ἄρχεσθαι ἐκ τῶν κρειτόνων ἤ ἐκ τῶν οἰκείων, Ἀριστοφ. Σφ. 846, Πλάτ. Εὐθύφρων 3Α, Στράβων 9, [[ἔνθα]] Casaub.· ἡ Ἑστία γελᾷ, ἐπί τοῦ ἐν τῇ ἑστίᾳ θορυβοῦντος [[πυρός]], Ἀριστοτ. Μετεωρ. 2. 9, 5. 2) ὑπῆρχεν [[ἄγαλμα]] τῆς Ἑστίας ἐν τῷ ἐν Ἀθήναις βουλευτηρίῳ, [[ὅπερ]] ἐχρησίμευεν ὡς ἄσυλον, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 52· Ἑστία βουλαία ἐν Αἰσχίν. 34. 7, πρβλ. Ἀππ. Μιθρ. 23· ἕτεροι γράφουσιν [[ἑστία]], [[βωμός]] τις, ἴδε ἀνωτ. 1. 4. - Ἴδε ἐν λέξει ἄστυ ῑ ἐν Ὀδ. ἐπί τοῦ προσηγορικοῦ, ῐ ἐν Ὁμ. ὕμν. ἐπί τοῦ κυρίου ὀνόματος· παρ’ Ἡσ. ἀκριβῶς τό [[ἐναντίον]]· -ῐ ἀείποτε παρ’ Ἀττ..
|lstext='''ἑστία''': ἡ, Ἰων. [[ἱστίη]] (ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ. καί Ἡροδ., οὕτω καί τό ἄριστον Ἀντίγραφον τῶν Ἔργ. κ. Ἡμ. τοῦ Ἡσιόδου 732 [[ἀντί]] ἑστίη). Ἡ [[ἑστία]] τῆς οἰκίας, τό [[μέρος]] [[ἔνθα]] ἀνήπτετο τό πῦρ ἐν τῷ ἐσωτερικῷ τῆς οἰκίας, [[ὅθεν]] ἐλέγετο [[μεσόμφαλος]], κοινῶς «γωνιά», Τουρκ. «ὀτζάκι», Αἰσχύλ. Ἀγ. 1056 (ἀλλ· ἴδε κατωτ. 4) ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ, καθήμενος ἐν τῇ οἰκίᾳ [[αὐτοῦ]] πλησίον τῆς ἑστίας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 299· ἦτο δέ αὕτη τὸ [[ἱερόν]] [[ἕδος]] τῶν οἰκογενειακῶν θεοτήτων, Εὐρ. Μήδ. 396, κτλ.· καί ἄσυλον τοῖς ἱκέταις (ἴδε ἐφέστιοι), καθῆσθαι παρ’ ἑστίᾳ Πινδ. Ἀποσπ. 49· ἐπί τήν ἑστίαν καθίζεσθαι Θουκ. 1. 136· ἡ [[δορύξενος]] ἑστ. Σοφ. Ο.Κ. 633: [[ἐντεῦθεν]] [[ὅρκος]] ἐπ’ αὐτῇ ἦτο [[ἰδιαζόντως]] [[ἱερός]], καί ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τήν λέξιν μόνον ἐπί σοβαρῶν διαβεβαιώσεων, [[ἴστω]] νῦν Ζεύς πρῶτα θεῶν... [[ἱστίη]] τ’ Ὀδυσῆος Ὁδ. Ξ. 159, Ρ. 156, Τ.304· [[οὕτως]] ἐν Ἡροδότ. 4. 68, Σοφ. Ἠλ. 881. 2) [[αὐτός]] ὁ [[οἶκος]], ἡ [[κατοικία]], ὁ οἰκογενειακός [[κύκλος]], ἡ οἰκογένεια, Πινδ. Ο. 1. 17, Π. 11. 21, καί συχν. [[παρά]] Τραγ., ὡς παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Χο. 264 κλ.· διξάς ἱστίας οἴκεε Ἡρόδ. 5. 40. μεταφορ., ἐπί τῆς ὑστάτης κατοικίας, [[ἤτοι]] τοῦ τάφου, Σοφ. Ο.Κ. 1728. 3) οἰκογένεια, οἱ πολλοί, [[πλήν]] [[ὀγδώκοντα]] ἱστιέων κτλ. Ἡροδ. 1. 176· [[ἱστίη]] οὐδεμία νομιζομένη [[εἶναι]] Γλαύκου 6. 86. 4) [[παρά]] Τραγ. [[ὡσαύτως]], [[θυσιαστήριον]], [[βωμός]], ὡς τό [[ἐσχάρα]], Αἰσχύλ. Θήβ. 275, Εὐμ. 282· [[βούθυτος]] ἑστ. Σοφ. Ο.Κ. 1495· γᾶς [[μεσόμφαλος]] ἑστ., ἐπί τοῦ ἐν Δελφοῖς ἱεροῦ, Εὐριπ. Ἴων 462· [[ὅπερ]] [[παρά]] Τραγ. καλεῖται [[ἑστία]] Πυθόμαντις, Δελφική, Πυθική: - ἡ κοινή [[ἑστία]], ὁ [[δημόσιος]] [[βωμός]] χρησιμεύων ὡς ἄσυλον εἰς τους πρόσφυγας, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 20 (πρβλ. Αἰσχύλ. Ἰκ. 372, βωμόν, ἑστίαν χθονός), ἥν ὁ Ἀππ. ἐν Καρχ. 84 καλεῖ πολιτικήν ἑστίαν· ἴδε κατωτ. ΙΙ· [[ἀλλά]] κοινή ἑστ. ἐκαλεῖτο καί ἡ δημόσια [[τράπεζα]] ἐδέξαντο τούς πρεσβευτάς ἐπί τήν κοινήν ἑστ. Πολύβ. 29. 5, 6, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1193. 33, Πολυδ. Θ΄, 40· καλέσαι τινάς ἐπί ξένια εἰς [[πρυτανεῖον]] εἰς τήν κοινήν ἑστ. Ἐπιγραφ. [[παρά]] τῷ Keil. Iv. b. 16: - μυηθείς ἀφ’ ἑστίας, [[φράσις]] ἐν χρήσει ἐπί σεμνοπρεποῦς τινος μυήσεως ἐν Ἐλευσῖνι. Συλλ. Ἐπιγρ. 393 ([[ἔνθα]] ἴδε Böckh), 406, 443, κ. ἀλλ.· τόν ἀφ’ ἑστίας μύστην [[αὐτόθι]] 406 c (προσθῆκαι). 5) μεταφ., ἐπί [[πόλεων]] αἵτινες ἐθεωροῦντο, [[οὕτως]] εἰπεῖν, ἡ [[ἑστία]] τοῦ κράτους, Σελεύκειαν δέ περιορᾶν... ἀρχηγέτιν οὖσαν, καί [[σχεδόν]] ὡς εἰπεῖν ἑστίαν ὑπάρχουσαν τῆς αὐτῶν δυναστείας Πολύβ. 5. 58, 4, Διόδ. 4. 19., 15. 90· ἐπί τῆς Δήλου, [[ἱστίη]] ὦ νήσων Καλλ. εἰς Δῆλ. 325· [[οὕτως]] ο Πλούταρχ. λέγει, ἑστ. ἤθους 2. 52Β, 97Β. ΙΙ. ὡς [[ὄνομα]] κύρ. Ἑστία, Ἰων. Ἱστίη, ἀλλ’ ἐν Ἡσ. Θ. 454 Ἑστίη, Βοιωτ. Ἱστιαία Ἐπιγρα… Keil σ. 197: - ἡ [[παρά]] Ρωμ. Vesta, [[παρθένος]] θεά, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 22 κἐξ.· [[θυγάτηρ]] τοῦ Κρόνου καί τῆς Ρέας κατά τόν Ἡσίοδ. ἔνθ’ ἀνωτ:. [[ἀλλά]] ταυτιζομένη τῇ Ρέᾳ κατά τόν Ὀρφ. Ὕμν. 26. 9· προστάτις τοῦ οἴκου καί τῆς οἰκογενείας, [[προσέτι]] καί τῆς πολιτείας, δι’ ὅ καί ἐν ταῖς εὐωχίαις καί σπονδαῖς [[ἔθος]] ἦν τάς ἀπαρχάς τῇ Ἑστίᾳ ποιεῖσθαι, καί αὐτήν ἐπικαλεῖσθαι πρώτην. Ὁμ. Ὕμν. 23 καί 29, Ὀρφ. Ὕμν. 83, Διόδ. 5. 68 · Ἑστία [[πρυτανεία]], ἡ βουλαία Ἑστ. Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2347k, 2349b. 13· λατρευομένη ὡς κοινή Ἑστία ὑπό τῶν Γετῶν, Διόδ. 1. 94, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 127: - παροιμ. ἀφ’ Ἑστίας ἄρχεσθαι ἐκ τῶν κρειτόνων ἤ ἐκ τῶν οἰκείων, Ἀριστοφ. Σφ. 846, Πλάτ. Εὐθύφρων 3Α, Στράβων 9, [[ἔνθα]] Casaub.· ἡ Ἑστία γελᾷ, ἐπί τοῦ ἐν τῇ ἑστίᾳ θορυβοῦντος [[πυρός]], Ἀριστοτ. Μετεωρ. 2. 9, 5. 2) ὑπῆρχεν [[ἄγαλμα]] τῆς Ἑστίας ἐν τῷ ἐν Ἀθήναις βουλευτηρίῳ, [[ὅπερ]] ἐχρησίμευεν ὡς ἄσυλον, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 52· Ἑστία βουλαία ἐν Αἰσχίν. 34. 7, πρβλ. Ἀππ. Μιθρ. 23· ἕτεροι γράφουσιν [[ἑστία]], [[βωμός]] τις, ἴδε ἀνωτ. 1. 4. - Ἴδε ἐν λέξει ἄστυ ῑ ἐν Ὀδ. ἐπί τοῦ προσηγορικοῦ, ῐ ἐν Ὁμ. ὕμν. ἐπί τοῦ κυρίου ὀνόματος· παρ’ Ἡσ. ἀκριβῶς τό [[ἐναντίον]]· -ῐ ἀείποτε παρ’ Ἀττ..
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> foyer, au sens religieux, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> foyer, partie intime de la maison où se trouvaient l'autel des dieux domestiques et le sanctuaire pour les suppliants;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> la maison elle-même, maison, demeure, foyer ; <i>fig. de</i>rnière demeure, tombeau;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> autel.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> Vesta.
}}
}}
{{Slater
{{Slater