Anonymous

ἦνοψ: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1173.png Seite 1173]] οπος, Il. 16, 408. 18, 349 Od. 10, 360 in der Vrbdg ἤνοπι χαλκῷ, οὐρανὸς [[ἦνοψ]] poet. bei Suid. v. [[ἔνδιος]], nach Einigen [[funkelnd]], für ἄνοψ, was man vor Glanz nicht ansehen kann, oder mit [[ἔνοπτρον]] zusammenhangend, spiegelblank; unwahrscheinlicher von ὄψ abgeleitet, [[ἔνηχος]], helltönend, womit das von Suid. erwähnte ἤνοπα πυρὸν ἔδουσιν nicht zu vereinigen ist. Vgl. [[νῶροψ]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1173.png Seite 1173]] οπος, Il. 16, 408. 18, 349 Od. 10, 360 in der Vrbdg ἤνοπι χαλκῷ, οὐρανὸς [[ἦνοψ]] poet. bei Suid. v. [[ἔνδιος]], nach Einigen [[funkelnd]], für ἄνοψ, was man vor Glanz nicht ansehen kann, oder mit [[ἔνοπτρον]] zusammenhangend, spiegelblank; unwahrscheinlicher von ὄψ abgeleitet, [[ἔνηχος]], helltönend, womit das von Suid. erwähnte ἤνοπα πυρὸν ἔδουσιν nicht zu vereinigen ist. Vgl. [[νῶροψ]].
}}
{{bailly
|btext=οπος (ὁ, ἡ)<br />à l'aspect brillant, éclatant.<br />'''Étymologie:''' pour *Ϝῆνοψ, d’une R. Ϝαν, Ϝα, briller, et ὀπ-, voir.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἦνοψ''': -οπος, ὁ, ἡ, ἐν Ὁμ. Ἰλ. Π. 408, Σ. 349, Ὀδ. Κ. 360, ἀείποτε ἐν τῇ φράσει, ἤνοπι χαλκῷ, μὲ λάμποντα, ἀκτινοβόλον χαλκόν. Οἱ ἀρχαῖοι ἐξελάμβανον αὐτὸ ὡς = ἄνοψ, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ προσβλέψῃ διὰ τὴν λαμπρότητα, θαμβερός, πρβλ. [[νῶροψ]]. Ὁ Σουΐδ. ἐν λέξ. [[ἔνδιος]], [[ἦνοψ]], ἀναφέρει αὐτὸ καὶ ὡς ἐπίθ. τοῦ οὐρανοῦ καὶ τοῦ πυροῦ (σίτου).
|lstext='''ἦνοψ''': -οπος, ὁ, ἡ, ἐν Ὁμ. Ἰλ. Π. 408, Σ. 349, Ὀδ. Κ. 360, ἀείποτε ἐν τῇ φράσει, ἤνοπι χαλκῷ, μὲ λάμποντα, ἀκτινοβόλον χαλκόν. Οἱ ἀρχαῖοι ἐξελάμβανον αὐτὸ ὡς = ἄνοψ, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ προσβλέψῃ διὰ τὴν λαμπρότητα, θαμβερός, πρβλ. [[νῶροψ]]. Ὁ Σουΐδ. ἐν λέξ. [[ἔνδιος]], [[ἦνοψ]], ἀναφέρει αὐτὸ καὶ ὡς ἐπίθ. τοῦ οὐρανοῦ καὶ τοῦ πυροῦ (σίτου).
}}
{{bailly
|btext=οπος (ὁ, ἡ)<br />à l'aspect brillant, éclatant.<br />'''Étymologie:''' pour *Ϝῆνοψ, d’une R. Ϝαν, Ϝα, briller, et ὀπ-, voir.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth