Anonymous

Ἕλλην: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0801.png Seite 801]] u. die Abgeleiteten, s. nom. propr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0801.png Seite 801]] u. die Abgeleiteten, s. nom. propr.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ηνος (ὁ, ἡ, τό)<br /><b>I.</b> <i>adj.</i> hellène, grec;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i> [[οἱ]] Ἕλληνες :<br /><b>1</b> les Hellènes, <i>tribu thessalienne</i>;<br /><b>2</b> <i>postér.</i> les Hellènes, les Grecs <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[Ἕλλην]]².<br /><span class="bld">2</span>ηνος (ὁ) :<br />Hellène, <i>fils de Deucalion, regardé comme le père des Hellènes</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG sans étym.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Ἕλλην''': ηνος, ὁ, υἱὸς τοῦ Δευκαλίωνος, Ἡσ. Ἀποσπ. 28. 2) οἱ Ἕλληνες τοῦ Ὁμήρου ἦσαν ἡ Θεσσαλικὴ [[ἐκείνη]] [[φυλή]], ἧς ἀρχηγὸς ἦτο ὁ λεγόμενος [[Ἕλλην]] (πρβλ. Ἑλλὰς Ι), Ἰλ. Β. 684· διὰ [[ταῦτα]] ὁ Ἀρίσταρχος ἠθέτει τὸν στίχ. Ἰλ. Β. 530 (ἐν ᾧ οἱ Ἕλληνες ὡς [[ἔθνος]] καλοῦνται [[Πανέλληνες]]), καὶ [[εἶναι]] φανερὸν ὅτι ὁ Θουκ. (1. 3) δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ ἐγίνωσκε τὸν ἐν λόγῳ στίχον. 3) βραδύτερον ἡ [[λέξις]] Ἕλληνες κατέστη τὸ κοινὸν [[ὄνομα]] πασῶν τῶν Ἑλληνικῶν φυλῶν· ὁ Στράβων ἐν 370 λέγει ὅτι ἡ [[χρῆσις]] αὕτη ἦτο γνωστὴ εἰς τὸν Ἡσίοδον, καὶ ἐν τοῖς σῳζομένοις [[αὐτοῦ]] συγγράμασιν ἀπαντᾷ τὸ [[Πανέλληνες]] Ἔργ. κ. Ἡμ. 526· ἀλλ’ ἡ ἀρχαιοτάτη [[χρῆσις]] τῆς λέξεως Ἕλληνες ὡς ἐθνικοῦ ὀνόματος εὕρηται ἔν τινι ἐπιγραφῇ τῆς 48. 3 Ὀλυμπιάδος (586 π. Χ.), ἣν μνημονεύει ὁ Παυσ. ἐν 10. 7, 4-6· κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον τὸ [[ὄνομα]] πρέπει νὰ ἦτο καθολικόν, καὶ [[μάλιστα]] κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ βάρβαροι, ἴδε τὴν λ. [[βάρβαρος]]. 4) ἔτι βραδύτερον ἐσήμαινε τοὺς ἐθνικούς, [[εἴτε]] εἰδωλολάτρας [[εἴτε]] χριστιανούς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς Ἰουδαίους, Καιν. Διαθ. καὶ Ἐκκλ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. = [[Ἑλληνικός]], Πίνδ. Ν. 10. 46, Θουκ. 2. 36, κτλ.· καὶ μετὰ θηλ. οὐσιαστικοῦ, [[Ἕλλην]]’ [[ἐπίσταμαι]] φάτιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1254· στολήν γε Ἕλληνα Εὐρ. Ἡρακλ. 131· [[Ἕλλην]] γυνὴ Φιλήμ. ἐν «Παιδαρίῳ» 1· [[Ἕλλην]] ἀληθῶς οὖσα, ἐπὶ τύχης ἢ περιουσίας, Ἀπολλόδ. Καρύστ. ἐν «Γραμματειδιοποιῷ» 1. 10· τῶν Πυλῶν Ἑλλήνων Δημ. 327, 6· πρβλ. Ἑλλὰς ΙΙ· - ὡς οὐδ., ἔθνη Ἕλληνα Εὐσ. Ἐγκώμ. Κωνστ. 18. 6, Θεμίστ. 332D.
|lstext='''Ἕλλην''': ηνος, ὁ, υἱὸς τοῦ Δευκαλίωνος, Ἡσ. Ἀποσπ. 28. 2) οἱ Ἕλληνες τοῦ Ὁμήρου ἦσαν ἡ Θεσσαλικὴ [[ἐκείνη]] [[φυλή]], ἧς ἀρχηγὸς ἦτο ὁ λεγόμενος [[Ἕλλην]] (πρβλ. Ἑλλὰς Ι), Ἰλ. Β. 684· διὰ [[ταῦτα]] ὁ Ἀρίσταρχος ἠθέτει τὸν στίχ. Ἰλ. Β. 530 (ἐν ᾧ οἱ Ἕλληνες ὡς [[ἔθνος]] καλοῦνται [[Πανέλληνες]]), καὶ [[εἶναι]] φανερὸν ὅτι ὁ Θουκ. (1. 3) δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ ἐγίνωσκε τὸν ἐν λόγῳ στίχον. 3) βραδύτερον ἡ [[λέξις]] Ἕλληνες κατέστη τὸ κοινὸν [[ὄνομα]] πασῶν τῶν Ἑλληνικῶν φυλῶν· ὁ Στράβων ἐν 370 λέγει ὅτι ἡ [[χρῆσις]] αὕτη ἦτο γνωστὴ εἰς τὸν Ἡσίοδον, καὶ ἐν τοῖς σῳζομένοις [[αὐτοῦ]] συγγράμασιν ἀπαντᾷ τὸ [[Πανέλληνες]] Ἔργ. κ. Ἡμ. 526· ἀλλ’ ἡ ἀρχαιοτάτη [[χρῆσις]] τῆς λέξεως Ἕλληνες ὡς ἐθνικοῦ ὀνόματος εὕρηται ἔν τινι ἐπιγραφῇ τῆς 48. 3 Ὀλυμπιάδος (586 π. Χ.), ἣν μνημονεύει ὁ Παυσ. ἐν 10. 7, 4-6· κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον τὸ [[ὄνομα]] πρέπει νὰ ἦτο καθολικόν, καὶ [[μάλιστα]] κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ βάρβαροι, ἴδε τὴν λ. [[βάρβαρος]]. 4) ἔτι βραδύτερον ἐσήμαινε τοὺς ἐθνικούς, [[εἴτε]] εἰδωλολάτρας [[εἴτε]] χριστιανούς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς Ἰουδαίους, Καιν. Διαθ. καὶ Ἐκκλ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. = [[Ἑλληνικός]], Πίνδ. Ν. 10. 46, Θουκ. 2. 36, κτλ.· καὶ μετὰ θηλ. οὐσιαστικοῦ, [[Ἕλλην]]’ [[ἐπίσταμαι]] φάτιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1254· στολήν γε Ἕλληνα Εὐρ. Ἡρακλ. 131· [[Ἕλλην]] γυνὴ Φιλήμ. ἐν «Παιδαρίῳ» 1· [[Ἕλλην]] ἀληθῶς οὖσα, ἐπὶ τύχης ἢ περιουσίας, Ἀπολλόδ. Καρύστ. ἐν «Γραμματειδιοποιῷ» 1. 10· τῶν Πυλῶν Ἑλλήνων Δημ. 327, 6· πρβλ. Ἑλλὰς ΙΙ· - ὡς οὐδ., ἔθνη Ἕλληνα Εὐσ. Ἐγκώμ. Κωνστ. 18. 6, Θεμίστ. 332D.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ηνος (ὁ, ἡ, τό)<br /><b>I.</b> <i>adj.</i> hellène, grec;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i> [[οἱ]] Ἕλληνες :<br /><b>1</b> les Hellènes, <i>tribu thessalienne</i>;<br /><b>2</b> <i>postér.</i> les Hellènes, les Grecs <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[Ἕλλην]]².<br /><span class="bld">2</span>ηνος (ὁ) :<br />Hellène, <i>fils de Deucalion, regardé comme le père des Hellènes</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG sans étym.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR