Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἠνεμόεις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1171.png Seite 1171]] εσσα, εν (poet. für [[ἀνεμόεις]], w. m. vgl.), [[windig]], [[lustig]], dem Winde ausgesetzt, von hochgelegenen Orten, bes. von dem hochgelegenen Ilios, Il. 3, 305 u. öfter; Ἐνίσπη, 2, 606; vom Vorgebirge Mimas, Od. 3, 172, wie ἄκριας ἠνεμοέσσας 9, 400. 16, 365; πτύχας ἠνεμοέσσας, stürmische Bergschlüfte, 19, 432; von einem hohen Baume, [[ἐρινεός]], Il. 22, 145. – Übertr., [[φρόνημα]] ἠνεμόεν, s. [[ἀνεμόεις]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1171.png Seite 1171]] εσσα, εν (poet. für [[ἀνεμόεις]], w. m. vgl.), [[windig]], [[lustig]], dem Winde ausgesetzt, von hochgelegenen Orten, bes. von dem hochgelegenen Ilios, Il. 3, 305 u. öfter; Ἐνίσπη, 2, 606; vom Vorgebirge Mimas, Od. 3, 172, wie ἄκριας ἠνεμοέσσας 9, 400. 16, 365; πτύχας ἠνεμοέσσας, stürmische Bergschlüfte, 19, 432; von einem hohen Baume, [[ἐρινεός]], Il. 22, 145. – Übertr., [[φρόνημα]] ἠνεμόεν, s. [[ἀνεμόεις]].
}}
{{bailly
|btext=<i>ion. c.</i> [[ἀνεμόεις]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἠνεμόεις''': Δωρ. [[ἀνεμόεις]], εσσα, εν, ([[ἄνεμος]]) [[πλήρης]] ἀνέμου, [[ἀνεμώδης]], εἰς τὸν ἄνεμον ἐκτεθειμένος, ἀνεμιζόμενος, ἐπὶ ὑψηλῶν βουνῶν ἢ τόπων ὀρεινῶν, δι’ ἄκριας ἠνεμοέσσας Ὀδ. Ι. 400· συχν. ἐπὶ τοῦ Ἰλίου, [[προτὶ]] Ἴλιον ἠνεμόεσσαν Ἰλ. Γ. 305 κτλ.· πτύχες ἠνεμόεσσαι, φάραγγες διαπνεόμεναι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου, Ὀδ. Τ. 432· ἐπὶ δένδρων, ἐρινεὸς Ἰλ. Χ. 145· οὕτω παρὰ Τυρτ. 1. 3, Πινδ. Ο. 4. 11, Εὐρ. Ἡρακλ. 781, κλπ. 2) ἐπὶ κινήσεως, [[ὁρμητικός]], αἰγίδες Αἰσχύλ Χο. 591· [[αὔρα]] Σοφ. Τρ. 953· λαγωὸς Νικ. Θ. 453· ἀνεμόεν [[φρόνημα]], ταχεῖα ὡς [[ἄνεμος]] [[σκέψις]], κατ’ ἄλλους ὑψηλή, Σοφ. Ἀντ. 354. 3) ὑπὸ τοῦ ἀνέμου πληρούμενος, [[ἱστίον]] Πίνδ. Π. 1. 177.
|lstext='''ἠνεμόεις''': Δωρ. [[ἀνεμόεις]], εσσα, εν, ([[ἄνεμος]]) [[πλήρης]] ἀνέμου, [[ἀνεμώδης]], εἰς τὸν ἄνεμον ἐκτεθειμένος, ἀνεμιζόμενος, ἐπὶ ὑψηλῶν βουνῶν ἢ τόπων ὀρεινῶν, δι’ ἄκριας ἠνεμοέσσας Ὀδ. Ι. 400· συχν. ἐπὶ τοῦ Ἰλίου, [[προτὶ]] Ἴλιον ἠνεμόεσσαν Ἰλ. Γ. 305 κτλ.· πτύχες ἠνεμόεσσαι, φάραγγες διαπνεόμεναι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου, Ὀδ. Τ. 432· ἐπὶ δένδρων, ἐρινεὸς Ἰλ. Χ. 145· οὕτω παρὰ Τυρτ. 1. 3, Πινδ. Ο. 4. 11, Εὐρ. Ἡρακλ. 781, κλπ. 2) ἐπὶ κινήσεως, [[ὁρμητικός]], αἰγίδες Αἰσχύλ Χο. 591· [[αὔρα]] Σοφ. Τρ. 953· λαγωὸς Νικ. Θ. 453· ἀνεμόεν [[φρόνημα]], ταχεῖα ὡς [[ἄνεμος]] [[σκέψις]], κατ’ ἄλλους ὑψηλή, Σοφ. Ἀντ. 354. 3) ὑπὸ τοῦ ἀνέμου πληρούμενος, [[ἱστίον]] Πίνδ. Π. 1. 177.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion. c.</i> [[ἀνεμόεις]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth