Anonymous

ἡδύνω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1153.png Seite 1153]] süß, angenehm machen, bes. von Speisen, würzen (nach Moeris attisch für das hellenistische [[ἀρτύω]]), [[ὄψον]], Plat. Theaet. 175 e; Epicharm. bei Ath. VII, 309 f; vom Salz, Arist. meteor. 2, 3. Übertr. von der Rede, D. Hal. C. V.; ἡδύνονταί τι ὑπὸ φθόγγων οἱ λόγοι Xen. conv. 6, 4; [[κόλαξ]] ἡδύνει λόγῳ τινά, ergötzt, Diphil. Ath. VI, 254 e; ἡδύνειν σκηνὴν δράμασι Ep. ad. 562 (App. 377); pass. sich vergnügen, Timon. Ath. VII, 281 e; – ἡδυσμένη [[μοῦσα]], angenehm, Plat. Rep. X, 607 a; [[λόγος]] Arist. poet. 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1153.png Seite 1153]] süß, angenehm machen, bes. von Speisen, würzen (nach Moeris attisch für das hellenistische [[ἀρτύω]]), [[ὄψον]], Plat. Theaet. 175 e; Epicharm. bei Ath. VII, 309 f; vom Salz, Arist. meteor. 2, 3. Übertr. von der Rede, D. Hal. C. V.; ἡδύνονταί τι ὑπὸ φθόγγων οἱ λόγοι Xen. conv. 6, 4; [[κόλαξ]] ἡδύνει λόγῳ τινά, ergötzt, Diphil. Ath. VI, 254 e; ἡδύνειν σκηνὴν δράμασι Ep. ad. 562 (App. 377); pass. sich vergnügen, Timon. Ath. VII, 281 e; – ἡδυσμένη [[μοῦσα]], angenehm, Plat. Rep. X, 607 a; [[λόγος]] Arist. poet. 6.
}}
{{bailly
|btext=<i>Act. seul. prés. et ao.</i> ἥδυνα;<br /><i>Pass. seul. ao.</i> ἡδύνθην <i>et pf.</i> ἥδυσμαι;<br />rendre agréable ; assaisonner : σῖτον XÉN des aliments ; <i>fig.</i> λόγους XÉN des discours, leur donner du sel, de l'agrément.<br />'''Étymologie:''' [[ἡδύς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡδύνω''': ἀόρ. ἥδῡνα Πλάτ. Θεαιτ. 175Ε, Δίφιλ. Γαμ. 1. - Παθ. ἀόρ. ἡδύνθην Ἀντιφ. Δυσπρ. 2· πρκμ. ἥδυσμαι Πλάτ. (ἴδε κατωτ.), ἀπαρ. ἡδύνθαι κατὰ τὸν Φώτ. ([[ἡδύς]]). Γλυκαίνω, ποιῶ τι ἡδύ, νόστιμον, μετ’ αἰτ., κόκκυγας Ἐπίχ. 82, 7 Ahr.· [[ὄψον]] Πλάτ. Θεαιτ. 175Ε· τὸ [[κρόμμυον]]… οὐ μόνον σῖτον, ἀλλὰ καὶ [[ποτὸν]] ἡδύνει Ξεν. Συμπ. 4, 8· ἔτι καὶ ἐπὶ ἅλατος (πρβλ. ἡδονὴ ΙΙ), Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 38. ΙΙ. μεταφ., ἡδ. θῶπας λόγους Πλάτ. ἔνθ’ ἀνώτ.· ὁ ποιητὴς ἡδ. τὸ ἄτοπον Ἀριστ. Ποιητ. 24, 22· σκηνὴν δρὰμασι Ἀνθ. Π. παραρτ. 377. - Παθ., τὴν ἡδυσμένην μοῦσαν παραδέξει ἐν μέλεσιν Πλάτ. Πολιτ. 607Α πρβλ. Ἀριστ. Ποιητ. 6, 3, Πολ. 8. 5, 25· τοὺς λόγους ἡδύνεσθαι ἄν τι ὑπὸ τῶν φθόγγων Ξεν. Συμπ. 6, 4. 2) εὐαρεστῶ, [[θωπεύω]], [[χαρίζομαι]] εἴς τινα, [[κόλαξ]] ἡδύνει τινὰ λόγῳ Δίφιλ. Γαμ. 1· ἡδ. τὴν ἀκοὴν Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 14. - Παθ. Τίμων παρ’ Ἀθην. 281Ε.
|lstext='''ἡδύνω''': ἀόρ. ἥδῡνα Πλάτ. Θεαιτ. 175Ε, Δίφιλ. Γαμ. 1. - Παθ. ἀόρ. ἡδύνθην Ἀντιφ. Δυσπρ. 2· πρκμ. ἥδυσμαι Πλάτ. (ἴδε κατωτ.), ἀπαρ. ἡδύνθαι κατὰ τὸν Φώτ. ([[ἡδύς]]). Γλυκαίνω, ποιῶ τι ἡδύ, νόστιμον, μετ’ αἰτ., κόκκυγας Ἐπίχ. 82, 7 Ahr.· [[ὄψον]] Πλάτ. Θεαιτ. 175Ε· τὸ [[κρόμμυον]]… οὐ μόνον σῖτον, ἀλλὰ καὶ [[ποτὸν]] ἡδύνει Ξεν. Συμπ. 4, 8· ἔτι καὶ ἐπὶ ἅλατος (πρβλ. ἡδονὴ ΙΙ), Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 38. ΙΙ. μεταφ., ἡδ. θῶπας λόγους Πλάτ. ἔνθ’ ἀνώτ.· ὁ ποιητὴς ἡδ. τὸ ἄτοπον Ἀριστ. Ποιητ. 24, 22· σκηνὴν δρὰμασι Ἀνθ. Π. παραρτ. 377. - Παθ., τὴν ἡδυσμένην μοῦσαν παραδέξει ἐν μέλεσιν Πλάτ. Πολιτ. 607Α πρβλ. Ἀριστ. Ποιητ. 6, 3, Πολ. 8. 5, 25· τοὺς λόγους ἡδύνεσθαι ἄν τι ὑπὸ τῶν φθόγγων Ξεν. Συμπ. 6, 4. 2) εὐαρεστῶ, [[θωπεύω]], [[χαρίζομαι]] εἴς τινα, [[κόλαξ]] ἡδύνει τινὰ λόγῳ Δίφιλ. Γαμ. 1· ἡδ. τὴν ἀκοὴν Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 14. - Παθ. Τίμων παρ’ Ἀθην. 281Ε.
}}
{{bailly
|btext=<i>Act. seul. prés. et ao.</i> ἥδυνα;<br /><i>Pass. seul. ao.</i> ἡδύνθην <i>et pf.</i> ἥδυσμαι;<br />rendre agréable ; assaisonner : σῖτον XÉN des aliments ; <i>fig.</i> λόγους XÉN des discours, leur donner du sel, de l'agrément.<br />'''Étymologie:''' [[ἡδύς]].
}}
}}
{{grml
{{grml