Anonymous

ἰθύφαλλος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1246.png Seite 1246]] ὁ, Ithyphallos, das aufgerichtete männliche Glied, VLL., das bei einigen Bacchusfesten in Processionen vorausgetragen wurde; auch die dasselbe trugen hießen so, u. die dazu gesungenen Lieder, Ath. XIV, 622 b; καὶ προσόδια καὶ χοροὶ καὶ ἰθύφαλλοι μετ' ὀρχήσεως καὶ ᾠδῆς ἀπήντων αὐτῷ VI, 253 d, vgl. IV, 129 d; Harpocr., der aus Hyperid. οἱ τοὺς ἰθυφάλλους ἐν τῇ ὀρχήστρᾳ ὀρχούμενοι anführt. – Dem. nennt liederliche Leute so, 54, 14 ff.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1246.png Seite 1246]] ὁ, Ithyphallos, das aufgerichtete männliche Glied, VLL., das bei einigen Bacchusfesten in Processionen vorausgetragen wurde; auch die dasselbe trugen hießen so, u. die dazu gesungenen Lieder, Ath. XIV, 622 b; καὶ προσόδια καὶ χοροὶ καὶ ἰθύφαλλοι μετ' ὀρχήσεως καὶ ᾠδῆς ἀπήντων αὐτῷ VI, 253 d, vgl. IV, 129 d; Harpocr., der aus Hyperid. οἱ τοὺς ἰθυφάλλους ἐν τῇ ὀρχήστρᾳ ὀρχούμενοι anführt. – Dem. nennt liederliche Leute so, 54, 14 ff.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> phallus en érection qu’on portait aux fêtes de Bacchus;<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i> <b>1</b> chant <i>ou</i> danse pendant ces fêtes;<br /><b>2</b> qui prend part à ces fêtes ; <i>p. ext.</i> débauché.<br />'''Étymologie:''' [[ἰθύς]], [[φαλλός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰθύφαλλος''': ὁ, fascinum erectum, τὸ ἐντεταμένον ἀνδρικὸν [[αἰδοῖον]], ὃ ἔφερον ἐν ταῖς ἑορταῖς τοῦ Βάκχου, Κρατῖν, ἐν «Ἀρχιλόχοις» 12, κτλ. ΙΙ. τὸ [[ποίημα]] τὸ ἐπὶ τῷ ἱσταμένῳ φαλλῷ ᾀδόμενον, οὗ οἱ στίχοι ἀπετελοῦντο ἐκ καθαρῶς τροχαϊκοῦ βραχυκαταλήκτου διμέτρου, Ἕρμανος ἐν El. Metr. σ. 94. ΙΙΙ. «ἰθύφαλλοι, οἱ τοὺς ἰθυφάλλους ἐν τῇ ὀρχήστρᾳ ὀρχούμενοι» Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λέξει· «οἱ ἰθύφαλλοι μετ’ ὀρχήσεως καὶ ᾠδῆς ἀπήντων αὐτῷ» Δημοχάρης παρ’ Ἀθην. 253C, 129D· φοροῦντες [[προσωπεῖον]] μεθυόντων καὶ ἐστεφανωμένοι εἰσερχόμενοι εἰς τὴν ὀρχήστραν, Σῆμος ὁ [[Δήλιος]] παρ’ Ἀθην. 622Β· - [[ὄνομα]] τοῦ Πριάπου, Συλλ. Ἐπιγρ. 5960· μεταφ., [[λάγνος]], [[ἀσελγής]], 1261. 17, κτλ.
|lstext='''ἰθύφαλλος''': ὁ, fascinum erectum, τὸ ἐντεταμένον ἀνδρικὸν [[αἰδοῖον]], ὃ ἔφερον ἐν ταῖς ἑορταῖς τοῦ Βάκχου, Κρατῖν, ἐν «Ἀρχιλόχοις» 12, κτλ. ΙΙ. τὸ [[ποίημα]] τὸ ἐπὶ τῷ ἱσταμένῳ φαλλῷ ᾀδόμενον, οὗ οἱ στίχοι ἀπετελοῦντο ἐκ καθαρῶς τροχαϊκοῦ βραχυκαταλήκτου διμέτρου, Ἕρμανος ἐν El. Metr. σ. 94. ΙΙΙ. «ἰθύφαλλοι, οἱ τοὺς ἰθυφάλλους ἐν τῇ ὀρχήστρᾳ ὀρχούμενοι» Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λέξει· «οἱ ἰθύφαλλοι μετ’ ὀρχήσεως καὶ ᾠδῆς ἀπήντων αὐτῷ» Δημοχάρης παρ’ Ἀθην. 253C, 129D· φοροῦντες [[προσωπεῖον]] μεθυόντων καὶ ἐστεφανωμένοι εἰσερχόμενοι εἰς τὴν ὀρχήστραν, Σῆμος ὁ [[Δήλιος]] παρ’ Ἀθην. 622Β· - [[ὄνομα]] τοῦ Πριάπου, Συλλ. Ἐπιγρ. 5960· μεταφ., [[λάγνος]], [[ἀσελγής]], 1261. 17, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> phallus en érection qu’on portait aux fêtes de Bacchus;<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i> <b>1</b> chant <i>ou</i> danse pendant ces fêtes;<br /><b>2</b> qui prend part à ces fêtes ; <i>p. ext.</i> débauché.<br />'''Étymologie:''' [[ἰθύς]], [[φαλλός]].
}}
}}
{{grml
{{grml