Anonymous

ἱμαντελικτής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=i(mantelikth/s
|Beta Code=i(mantelikth/s
|Definition=οῦ, ὁ, (ἑλίσσω) [[pricker of tapes]] (cf. foreg.): metaph., '[[thimble-rigger]]', of sophists, <span class="bibl">Democr.150</span>.
|Definition=οῦ, ὁ, (ἑλίσσω) [[pricker of tapes]] (cf. foreg.): metaph., '[[thimble-rigger]]', of sophists, <span class="bibl">Democr.150</span>.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui enroule des cordes, <i>càd</i> qui fait des raisonnements embrouillés.<br />'''Étymologie:''' [[ἱμάς]], [[ἑλίσσω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱμαντελικτής''': ὁ, ([[ἑλίσσω]]) ὁ συστρέφων σχοινία· μεταφ., [[δύσκολος]] σοφιστὴς ἀκανθώδη προβάλλων ζητήματα, Δημόκρ. παρὰ Πλουτ. 2. 614Ε· ἡ ὀνομαστ. ἱμαντελικτέες ἐν Κλήμ. Ἀλ. 328, πιθανῶς προέκυψεν ἐκ παρανοήσεως τῆς Ἰων. γεν. πληθ. -εων παρὰ Δημοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.
|lstext='''ἱμαντελικτής''': ὁ, ([[ἑλίσσω]]) ὁ συστρέφων σχοινία· μεταφ., [[δύσκολος]] σοφιστὴς ἀκανθώδη προβάλλων ζητήματα, Δημόκρ. παρὰ Πλουτ. 2. 614Ε· ἡ ὀνομαστ. ἱμαντελικτέες ἐν Κλήμ. Ἀλ. 328, πιθανῶς προέκυψεν ἐκ παρανοήσεως τῆς Ἰων. γεν. πληθ. -εων παρὰ Δημοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui enroule des cordes, <i>càd</i> qui fait des raisonnements embrouillés.<br />'''Étymologie:''' [[ἱμάς]], [[ἑλίσσω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱμαντελικτής]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που στρέφει, που γυρίζει [[σχοινιά]]<br /><b>2.</b> (για τους σοφιστές) αυτός που παρουσιάζει προβλήματα με δύσκολη [[λύση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱμάς]], -<i>άντος</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ελικτής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἑλίσσω]])].
|mltxt=[[ἱμαντελικτής]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που στρέφει, που γυρίζει [[σχοινιά]]<br /><b>2.</b> (για τους σοφιστές) αυτός που παρουσιάζει προβλήματα με δύσκολη [[λύση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱμάς]], -<i>άντος</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ελικτής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἑλίσσω]])].
}}
}}