Anonymous

ἱμάσσω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1252.png Seite 1252]] fut. ἱμάσω, conj. aor. [[ἱμάσσω]], ἱμάσσῃ, Il. 15, 17. 2, 782, [[peitschen]], geißeln, ἵππους, ἡμιόνους, 11, 531 u. sonst, πληγαῖς τινα, 15, 17; χειρί H. h. Apoll. 340; γαῖαν, die Erde mit Blitzen peitschen, Il. 2, 782; sp. D., auch pass., ἱμασσόμενος [[δέμας]] αὔραις Archi. 22 (VII, 696).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1252.png Seite 1252]] fut. ἱμάσω, conj. aor. [[ἱμάσσω]], ἱμάσσῃ, Il. 15, 17. 2, 782, [[peitschen]], geißeln, ἵππους, ἡμιόνους, 11, 531 u. sonst, πληγαῖς τινα, 15, 17; χειρί H. h. Apoll. 340; γαῖαν, die Erde mit Blitzen peitschen, Il. 2, 782; sp. D., auch pass., ἱμασσόμενος [[δέμας]] αὔραις Archi. 22 (VII, 696).
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἱμάσω. ao. ἵμασα;<br />fouetter : ἵππους IL, OD des chevaux ; τινα πληγῇσιν IL frapper qqn de coups de fouet ; <i>fig.</i> γαῖαν IL frapper la terre (de la foudre).<br />'''Étymologie:''' [[ἱμάς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱμάσσω''': ῐ: μέλλ. ἱμάσω ᾰ ἀόρ. ἵμᾰσα: ([[ἱμάς]]): ― [[μαστίζω]], κτυπῶ διὰ τῆς μάστιγος τοὺς ἵππους, τοὺς δ’ ἵμασ’ Ἀντίλοχος Ἰλ. Ε. 589, πρβλ. Λ. 531· ἵμασεν καλλίτριχας ἵππους Ὀδ. Ε. 380· ἐπὶ ἀνθρώπων, εἰ.. σε πληγῇσιν [[ἱμάσσω]] Ἰλ. Ο. 17· [[ὡσαύτως]], ἵμασε χθόνα χειρί, ἔπληττεν, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 340· ὅτε.. γαῖαν ἱμάσσῃ, [[ὅταν]] πλήττῃ αὐτὴν διὰ τῶν κεραυνῶν, Ἰλ. Β. 782. ― Παθ., ἱμασσόμενος [[δέμας]] αὔραις Ἀνθ. Π. 7. 696· φρένα κέντρῳ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ια΄, 32. ― Ἀπαντᾷ καὶ [[τύπος]] ἱμάσκω ἐν Ἐπιγρ. Ἤλιδ. 11527·8 = Ὀλ. 2 = Roberts 292.
|lstext='''ἱμάσσω''': ῐ: μέλλ. ἱμάσω ᾰ ἀόρ. ἵμᾰσα: ([[ἱμάς]]): ― [[μαστίζω]], κτυπῶ διὰ τῆς μάστιγος τοὺς ἵππους, τοὺς δ’ ἵμασ’ Ἀντίλοχος Ἰλ. Ε. 589, πρβλ. Λ. 531· ἵμασεν καλλίτριχας ἵππους Ὀδ. Ε. 380· ἐπὶ ἀνθρώπων, εἰ.. σε πληγῇσιν [[ἱμάσσω]] Ἰλ. Ο. 17· [[ὡσαύτως]], ἵμασε χθόνα χειρί, ἔπληττεν, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 340· ὅτε.. γαῖαν ἱμάσσῃ, [[ὅταν]] πλήττῃ αὐτὴν διὰ τῶν κεραυνῶν, Ἰλ. Β. 782. ― Παθ., ἱμασσόμενος [[δέμας]] αὔραις Ἀνθ. Π. 7. 696· φρένα κέντρῳ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ια΄, 32. ― Ἀπαντᾷ καὶ [[τύπος]] ἱμάσκω ἐν Ἐπιγρ. Ἤλιδ. 11527·8 = Ὀλ. 2 = Roberts 292.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἱμάσω. ao. ἵμασα;<br />fouetter : ἵππους IL, OD des chevaux ; τινα πληγῇσιν IL frapper qqn de coups de fouet ; <i>fig.</i> γαῖαν IL frapper la terre (de la foudre).<br />'''Étymologie:''' [[ἱμάς]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth