3,253,854
edits
m (Text replacement - "l’" to "l'") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1272.png Seite 1272]] gedehnte Form von [[ἰσχάνω]], zurückhalten, hemmen; τὸν δ' (χειμάῤῥουν) οὔτ' ἄρ τε γέφυραι ἐεργμέναι ἰσχανόωσιν Il. 5, 89; ἐθέλοντα μάχεσθαι αὐτόν τ' ἰσχανάασκον, ἐρητύοντο δὲ λαοί 15, 723. – Med. sich halten, zurückhalten, Il. 12, 38, zaudern, säumen, 19, 234 Od. 7, 161. – Intr., anhalten, sich daran halten, wonach begehren, χροὸς ἀνδρομέοιο ἰσχανάᾳ δακέειν, sie sticht begierig, anhaltend, Il. 17, 572, die Mücke; μέγα δρόμου ἰσχανόωσαν, das Roß, 23, 300; ἰσχανόων φιλότητος Κυθερείης Od. 8, 288, u. so einzeln bei sp. D. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1272.png Seite 1272]] gedehnte Form von [[ἰσχάνω]], zurückhalten, hemmen; τὸν δ' (χειμάῤῥουν) οὔτ' ἄρ τε γέφυραι ἐεργμέναι ἰσχανόωσιν Il. 5, 89; ἐθέλοντα μάχεσθαι αὐτόν τ' ἰσχανάασκον, ἐρητύοντο δὲ λαοί 15, 723. – Med. sich halten, zurückhalten, Il. 12, 38, zaudern, säumen, 19, 234 Od. 7, 161. – Intr., anhalten, sich daran halten, wonach begehren, χροὸς ἀνδρομέοιο ἰσχανάᾳ δακέειν, sie sticht begierig, anhaltend, Il. 17, 572, die Mücke; μέγα δρόμου ἰσχανόωσαν, das Roß, 23, 300; ἰσχανόων φιλότητος Κυθερείης Od. 8, 288, u. so einzeln bei sp. D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> <i>tr.</i> retenir, arrêter, contenir, acc.;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se tenir à, s'attacher à : τινος, à qch ; se donner avec ardeur à qch ; avec l'inf. : ἰ. [[δακέειν]] IL mordre avec fureur;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἰσχανάομαι]], [[ἰσχανῶμαι]] s'arrêter, avec un part. tarder, être lent à.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσχω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰσχᾰνάω''': Ἐπικ. ἐπιτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[ἰσχάνω]] (πρβλ. τὸ ἑπομ.)· Ἰων. παρατ. ἰσχανάασκον Ἱλ. Ο. 723. Κρατῶ [[ὀπίσω]], [[ἀναχαιτίζω]], [[ἐμποδίζω]], σταματῶ, Ε. 89 (ἴδε ἐν λ. [[γέφυρα]])· νῦν δ’ [[ἐπεὶ]] ἰσχανάᾳς, (δηλ. με) Ὀδ. Ο. 346. - Παθ., ἐκέχω, [[περιμένω]], νηυσίν ἔπι.. ἐελμένοι ἰσχανοώντο Ἰλ. Μ. 38· σὸν μῦθον ποτιδέγμενοι ἰσχανόωνται Ὀδ. ΙΙ 161, πρβλ., Ἰλ. Τ. 234. ΙΙ. ἀμεταβ., μετὰ γεν., [[μένω]] προσκεκολλημένος εἴς τι, ἐφίεμαί τινος, ἐπιθυμῶ σφοδρῶς, πουῶ, μέγα δρόμου ἰσχανόωσαν, Ἰλ. Ψ. 300· ἰσχανόων φιλότητος Ὀδ. Θ. 288· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., [[μυῖα]]… ἰσχανάᾳ δακέεον Ἰλ. Ρ. 572· ἰσχανόωσιν [[ἰδεῖν]] Προκλ. Ὑμν. εἰς Ἀφρ. 2. 6· πρβλ. ἔχομαι, ἀντέχομαι. - Ἔν τισι γλώσσαις τοῦ Ἡσυχ. ἀναγνωρίζεται ὁ [[τύπος]] [[ἰσχανάω]], πρβλ. Ἐτυμ. Μ. 478. 44· καὶ ὁ Δινδ. Προτιμᾷ τὸν τύπον τοῦτον ἐπὶ τῆς σημασ. ΙΙ· ἀπαντᾷ δὲ ἐν Βαβρ. 77. 2 (τυροῦ δ’ [[ἀλώπηξ]] ἰσχανῶσα)· καὶ ἴχανα, [[ὄνομα]] Σικελικῆς τινος πόλεως (παρὰ Στεφ. Βυζ.), [[εἶναι]] ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης· πρβλ. καὶ [[ἴχαρ]]. | |lstext='''ἰσχᾰνάω''': Ἐπικ. ἐπιτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[ἰσχάνω]] (πρβλ. τὸ ἑπομ.)· Ἰων. παρατ. ἰσχανάασκον Ἱλ. Ο. 723. Κρατῶ [[ὀπίσω]], [[ἀναχαιτίζω]], [[ἐμποδίζω]], σταματῶ, Ε. 89 (ἴδε ἐν λ. [[γέφυρα]])· νῦν δ’ [[ἐπεὶ]] ἰσχανάᾳς, (δηλ. με) Ὀδ. Ο. 346. - Παθ., ἐκέχω, [[περιμένω]], νηυσίν ἔπι.. ἐελμένοι ἰσχανοώντο Ἰλ. Μ. 38· σὸν μῦθον ποτιδέγμενοι ἰσχανόωνται Ὀδ. ΙΙ 161, πρβλ., Ἰλ. Τ. 234. ΙΙ. ἀμεταβ., μετὰ γεν., [[μένω]] προσκεκολλημένος εἴς τι, ἐφίεμαί τινος, ἐπιθυμῶ σφοδρῶς, πουῶ, μέγα δρόμου ἰσχανόωσαν, Ἰλ. Ψ. 300· ἰσχανόων φιλότητος Ὀδ. Θ. 288· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., [[μυῖα]]… ἰσχανάᾳ δακέεον Ἰλ. Ρ. 572· ἰσχανόωσιν [[ἰδεῖν]] Προκλ. Ὑμν. εἰς Ἀφρ. 2. 6· πρβλ. ἔχομαι, ἀντέχομαι. - Ἔν τισι γλώσσαις τοῦ Ἡσυχ. ἀναγνωρίζεται ὁ [[τύπος]] [[ἰσχανάω]], πρβλ. Ἐτυμ. Μ. 478. 44· καὶ ὁ Δινδ. Προτιμᾷ τὸν τύπον τοῦτον ἐπὶ τῆς σημασ. ΙΙ· ἀπαντᾷ δὲ ἐν Βαβρ. 77. 2 (τυροῦ δ’ [[ἀλώπηξ]] ἰσχανῶσα)· καὶ ἴχανα, [[ὄνομα]] Σικελικῆς τινος πόλεως (παρὰ Στεφ. Βυζ.), [[εἶναι]] ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης· πρβλ. καὶ [[ἴχαρ]]. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |