Anonymous

ὀνομαστός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0349.png Seite 349]] genannt, zu nennen, οὐκ [[ὀνομαστός]], unnennbar, wie infandus, was Abscheu oder Furcht einflößt, so daß man es nicht einmal nennen mag, κακοΐλιον οὐκ ὀνομαστήν, Od. 19, 260. 23, 19; Hes. Th. 148; namhaft, berühmt, σὺν θαλίαις ὀνομαστάν, Pind. P. 1, 38; ὀνομαστὰ πράττων, Eur. Herc. Fur. 509; Her. 5, 114 u. öfter, u. in der ion. Form, [[τέμενος]] οὐνομαστότατον, 2, 176; und so im superl. auch Thuc. 1, 11; öfter bei Plat., ἄνδρες ὀνομαστοί, Theaet. 155 d; περὶ μεγίστης καὶ ὀνομαστοτάτης πασῶν πράξεως, Tim. 21 d; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0349.png Seite 349]] genannt, zu nennen, οὐκ [[ὀνομαστός]], unnennbar, wie infandus, was Abscheu oder Furcht einflößt, so daß man es nicht einmal nennen mag, κακοΐλιον οὐκ ὀνομαστήν, Od. 19, 260. 23, 19; Hes. Th. 148; namhaft, berühmt, σὺν θαλίαις ὀνομαστάν, Pind. P. 1, 38; ὀνομαστὰ πράττων, Eur. Herc. Fur. 509; Her. 5, 114 u. öfter, u. in der ion. Form, [[τέμενος]] οὐνομαστότατον, 2, 176; und so im superl. auch Thuc. 1, 11; öfter bei Plat., ἄνδρες ὀνομαστοί, Theaet. 155 d; περὶ μεγίστης καὶ ὀνομαστοτάτης πασῶν πράξεως, Tim. 21 d; Sp.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qu’on peut nommer <i>ou</i> prononcer : [[οὐκ]] [[ὀνομαστός]] OD dont il ne faut pas parler <i>ou</i> prononcer le nom;<br /><b>2</b> renommé, célèbre;<br /><i>Cp.</i> ὀνομαστότερος, <i>Sp.</i> ὀνομαστότατος.<br />'''Étymologie:''' [[ὀνομάζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀνομαστός''': Ἰων. οὐνομ-, ή, όν, Ἡρόδ. 2. 178., 4. 58 (ἀλλαχοῦ τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι τὸν κοινὸν τύπον)· - ὁ ὀνομασθείς, [[ἄξιος]] νὰ ὀνομάζηται, καὶ οὐκ [[ὀνομαστός]], [[ἀνάξιος]] νὰ ὀνομάζηται, νὰ μνημονεύηται τὸ [[ὄνομα]] [[αὐτοῦ]], δηλ. [[βδελυκτός]], Λατ. infandus, κακοΐλιον οὐκ ὀνομαστὴν Ὀδ. Τ. 260, 597., Ψ. 19, Ἡσ. Θ. 148. ΙΙ. ὁ ἔχων [[ὄνομα]] [[ἐπίσημον]] ἢ ἔνδοξον, ὡς καὶ νῦν, [[ὀνομαστός]], [[ἐπιφανής]], [[περίφημος]], Θέογν. 23, Πινδ. Π. 1. 73, Ἡρόδ. 4. 47, κτλ.· συγκρ. καὶ ὑπερθ., Ἡρόδ. 2. 178., 6. 126, Πλάτ. 2) [[οὕτως]] ἐπὶ πραγμάτων, [[ἔνδοξος]] [[πρᾶξις]], περιβόητον [[πρᾶγμα]], ὀνομαστὰ πράσσειν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 509.
|lstext='''ὀνομαστός''': Ἰων. οὐνομ-, ή, όν, Ἡρόδ. 2. 178., 4. 58 (ἀλλαχοῦ τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι τὸν κοινὸν τύπον)· - ὁ ὀνομασθείς, [[ἄξιος]] νὰ ὀνομάζηται, καὶ οὐκ [[ὀνομαστός]], [[ἀνάξιος]] νὰ ὀνομάζηται, νὰ μνημονεύηται τὸ [[ὄνομα]] [[αὐτοῦ]], δηλ. [[βδελυκτός]], Λατ. infandus, κακοΐλιον οὐκ ὀνομαστὴν Ὀδ. Τ. 260, 597., Ψ. 19, Ἡσ. Θ. 148. ΙΙ. ὁ ἔχων [[ὄνομα]] [[ἐπίσημον]] ἢ ἔνδοξον, ὡς καὶ νῦν, [[ὀνομαστός]], [[ἐπιφανής]], [[περίφημος]], Θέογν. 23, Πινδ. Π. 1. 73, Ἡρόδ. 4. 47, κτλ.· συγκρ. καὶ ὑπερθ., Ἡρόδ. 2. 178., 6. 126, Πλάτ. 2) [[οὕτως]] ἐπὶ πραγμάτων, [[ἔνδοξος]] [[πρᾶξις]], περιβόητον [[πρᾶγμα]], ὀνομαστὰ πράσσειν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 509.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qu’on peut nommer <i>ou</i> prononcer : [[οὐκ]] [[ὀνομαστός]] OD dont il ne faut pas parler <i>ou</i> prononcer le nom;<br /><b>2</b> renommé, célèbre;<br /><i>Cp.</i> ὀνομαστότερος, <i>Sp.</i> ὀνομαστότατος.<br />'''Étymologie:''' [[ὀνομάζω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth