Anonymous

ὀξύνω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0353.png Seite 353]] 1) scharf od. spitz machen, schärfen, spitzen, Sp. – Übertr., anreizen, sowohl anfeuern, ermuntern, Sp., als aufbringen, erbittern, μὴ 'πιμεῖναι τοὐμὸν ὀξῦναι [[στόμα]], zu reizen, Soph. Trach. 1166; ὀξυνθείς, aufgebracht, Her. 8, 138. – Bei den Gramm. mit dem Akut bezeichnen, οἱ μὲν ὀξύνουσι τὴν τελευταίαν, Ath. XI, 484; oft in den Schol. u. VLL.; ὀξυντέος, Schol. ll. 15, 445. – 2) sauer machen, Luc. saturn. 26; u. pass., sauer werden, Arist. gen. an. 3, 2, oft Medic.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0353.png Seite 353]] 1) scharf od. spitz machen, schärfen, spitzen, Sp. – Übertr., anreizen, sowohl anfeuern, ermuntern, Sp., als aufbringen, erbittern, μὴ 'πιμεῖναι τοὐμὸν ὀξῦναι [[στόμα]], zu reizen, Soph. Trach. 1166; ὀξυνθείς, aufgebracht, Her. 8, 138. – Bei den Gramm. mit dem Akut bezeichnen, οἱ μὲν ὀξύνουσι τὴν τελευταίαν, Ath. XI, 484; oft in den Schol. u. VLL.; ὀξυντέος, Schol. ll. 15, 445. – 2) sauer machen, Luc. saturn. 26; u. pass., sauer werden, Arist. gen. an. 3, 2, oft Medic.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ὀξυνῶ, <i>ao.</i> [[ὤξυνα]], <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> [[ὠξύνθην]], <i>pf. inus.</i><br />aiguillonner, stimuler, exciter ; <i>Pass.</i> être irrité.<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀξύνω''': [ῡ], Ἀνθ. Π. παράρτ. 304: μέλλ. ὀξυνῶ (παρ-) Δημ. 21. 14., 1264. 26: ἀόρ. ὤξῡνα Σοφοκλ.: πρκμ. ὤξυγκα (παρ-) Πολύβ. ― Παθ., μέλλ. ὀξυνθήσομαι (παρ-) Ἱππ.: ἀόρ. ὠξύνθην Ἡρόδ., κλ.: πρκμ. ὤξυμμαι (παρ-) Λυσ. 101. 20, Δημ., κλ.· παρὰ μεταγεν. ὤξυσμαι (ἀπ-, συν-) Πολύβ. Ποιῶ τι ὀξύ, κοπτερόν, ἀκονῶ, [[ἔγχος]] ὀξ. σιδήρῳ Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 790. 5· ἄκρη ἐς μυχὸν ὀξυνθεῖσα Διον. ΙΙ. 177. ΙΙ. μεταφορ., [[παροξύνω]], παροργίζω, τοὐμὸν ὀξῦναι [[στόμα]] Σοφ. Τρ. 1176. ― Παθ., ὀξυνθεὶς Ἡρόδ. 8. 138. 2) ποιῶ τι ὀξύ, τὴν αἴσθησιν Ἀνθ. Π. παράρτ. 304· ― [[οὕτως]] ἀμεταβ., [[γίνομαι]] [[ὀξύς]], Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 11. ΙΙΙ. παρὰ Γραμμ. = [[ὀξυτονέω]], ἀκριβῶς ὡς τὸ Λατ. acuere. IV. [[κάμνω]] τι ξινόν. ― Παθ., εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] ’ξινός, «ξινίζω», ἐπὶ οἴνου, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 17, Λουκ. Κρον. 26· ― [[οὕτως]] ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 3, 3.
|lstext='''ὀξύνω''': [ῡ], Ἀνθ. Π. παράρτ. 304: μέλλ. ὀξυνῶ (παρ-) Δημ. 21. 14., 1264. 26: ἀόρ. ὤξῡνα Σοφοκλ.: πρκμ. ὤξυγκα (παρ-) Πολύβ. ― Παθ., μέλλ. ὀξυνθήσομαι (παρ-) Ἱππ.: ἀόρ. ὠξύνθην Ἡρόδ., κλ.: πρκμ. ὤξυμμαι (παρ-) Λυσ. 101. 20, Δημ., κλ.· παρὰ μεταγεν. ὤξυσμαι (ἀπ-, συν-) Πολύβ. Ποιῶ τι ὀξύ, κοπτερόν, ἀκονῶ, [[ἔγχος]] ὀξ. σιδήρῳ Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 790. 5· ἄκρη ἐς μυχὸν ὀξυνθεῖσα Διον. ΙΙ. 177. ΙΙ. μεταφορ., [[παροξύνω]], παροργίζω, τοὐμὸν ὀξῦναι [[στόμα]] Σοφ. Τρ. 1176. ― Παθ., ὀξυνθεὶς Ἡρόδ. 8. 138. 2) ποιῶ τι ὀξύ, τὴν αἴσθησιν Ἀνθ. Π. παράρτ. 304· ― [[οὕτως]] ἀμεταβ., [[γίνομαι]] [[ὀξύς]], Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 11. ΙΙΙ. παρὰ Γραμμ. = [[ὀξυτονέω]], ἀκριβῶς ὡς τὸ Λατ. acuere. IV. [[κάμνω]] τι ξινόν. ― Παθ., εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] ’ξινός, «ξινίζω», ἐπὶ οἴνου, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 17, Λουκ. Κρον. 26· ― [[οὕτως]] ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 3, 3.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ὀξυνῶ, <i>ao.</i> [[ὤξυνα]], <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> [[ὠξύνθην]], <i>pf. inus.</i><br />aiguillonner, stimuler, exciter ; <i>Pass.</i> être irrité.<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]].
}}
}}
{{grml
{{grml