3,277,218
edits
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }}") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0289.png Seite 289]] ὁ, der Obol, eine Münze, = 6 [[χαλκοῦς]], der sechste Theil einer [[δραχμή]], etwa 1 Silbergr.; Ar. Nubb. 119; [[ἡλιαστικός]], der Richtersold, 853; Thuc. 5, 47 u. Folgde überall. Uebh. kleine Münze, Scheidemünze, D. C. 59, 6. – Nach Arist. bei Poll. 9, 77 u. E. M. war anfangs [[ὀβολός]] = [[ὀβελός]], s. oben [[ὀβελίσκος]]; wahrscheinlich waren spitze Stückchen Eisen oder Kupfer die ursprüngliche Münze, deren 6 die Hand füllten, [[δραχμή]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0289.png Seite 289]] ὁ, der Obol, eine Münze, = 6 [[χαλκοῦς]], der sechste Theil einer [[δραχμή]], etwa 1 Silbergr.; Ar. Nubb. 119; [[ἡλιαστικός]], der Richtersold, 853; Thuc. 5, 47 u. Folgde überall. Uebh. kleine Münze, Scheidemünze, D. C. 59, 6. – Nach Arist. bei Poll. 9, 77 u. E. M. war anfangs [[ὀβολός]] = [[ὀβελός]], s. oben [[ὀβελίσκος]]; wahrscheinlich waren spitze Stückchen Eisen oder Kupfer die ursprüngliche Münze, deren 6 die Hand füllten, [[δραχμή]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />obole :<br /><b>1</b> monnaie athénienne valant ⅙ de la drachme attique et pesant 72 centigrammes;<br /><b>2</b> mesure athénienne équivalente à ⅙ d’un chénice.<br />'''Étymologie:''' [[ὀβελός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀβολός''': ὁ, ἐν χρήσει ἐν Ἀθήναις ὡς βάρος καὶ ὡς [[νόμισμα]] = ⅙ τῆς δραχμῆς, ὀλίγῳ πλέον τῶν 15 σημερινῶν λεπτῶν, συχνὸν παρ’ Ἀριστοφ., κτλ.· πολὺ ἢ μικρὸν τοῦ ὀβολοῦ, [[πρᾶγμα]] τοῦ ὁποίου λαμβάνει τις πολὺ ἢ ὀλίγον ἀντὶ ἑνὸς ὀβολοῦ, δηλ. ἀσήμαντον ἢ πολύτιμον, Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 3. 76· ἀλλ’ ἐν τοῖν δυοῖν ὀβολοῖν ἐθεώρουν ἄν, θὰ ἐθεώρουν ἐκ τοῦ μέρους δι’ ὃ πληρώνει τις δύο ὀβολούς, Δημ. 234. 23, πρβλ. Böckh P. E. 1. 240. - Ὁ ὀβολὸς ἐδηλοῦτο διὰ τοῦ Ο, Συλλ. Ἐπιγρ. 1569 τὸ ἥμισυ δὲ ὀβολοῦ διὰ τοῦ (ἢ τοῦ), ἢ διὰ τοῦ Η (δηλ. [[ἡμιωβόλιον]]), [[αὐτόθι]], ἴδε Böckh σ. 744. 2) [[ὡσαύτως]] Κερκυραϊκόν τι [[νόμισμα]], Böckh Συλλ. Ἐπιγρ. 2, σ. 15. - Ὁ Πλούτ., ἐν Λυσ. 17, λέγει ὅτι τὸ [[πάλαι]] μακροὶ ἧλοι (ὀβελοὶ) ἐχρησίμευον ὡς νομίσματα ὡν ἓξ ἀπετέλουν μίαν δράκα [[ἤτοι]] φοῦκταν (δραχμήν), καὶ ὅτι τὸ [[ὄνομα]] μετεβλήθη εἰς [[ὀβολός]]· ὁ ἰσχυρισμὸς [[οὗτος]] ἐπιβεβαιοῦται ἐκ τοῦ τύπου [[πεμπώβολον]] ([[ὅστις]] βεβαίως γίνεται ἐκ τοῦ [[ὀβελός]]). Ἀλλ’ ἴδε llussey Anc. W. καὶ Μ. σ. 182. | |lstext='''ὀβολός''': ὁ, ἐν χρήσει ἐν Ἀθήναις ὡς βάρος καὶ ὡς [[νόμισμα]] = ⅙ τῆς δραχμῆς, ὀλίγῳ πλέον τῶν 15 σημερινῶν λεπτῶν, συχνὸν παρ’ Ἀριστοφ., κτλ.· πολὺ ἢ μικρὸν τοῦ ὀβολοῦ, [[πρᾶγμα]] τοῦ ὁποίου λαμβάνει τις πολὺ ἢ ὀλίγον ἀντὶ ἑνὸς ὀβολοῦ, δηλ. ἀσήμαντον ἢ πολύτιμον, Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 3. 76· ἀλλ’ ἐν τοῖν δυοῖν ὀβολοῖν ἐθεώρουν ἄν, θὰ ἐθεώρουν ἐκ τοῦ μέρους δι’ ὃ πληρώνει τις δύο ὀβολούς, Δημ. 234. 23, πρβλ. Böckh P. E. 1. 240. - Ὁ ὀβολὸς ἐδηλοῦτο διὰ τοῦ Ο, Συλλ. Ἐπιγρ. 1569 τὸ ἥμισυ δὲ ὀβολοῦ διὰ τοῦ (ἢ τοῦ), ἢ διὰ τοῦ Η (δηλ. [[ἡμιωβόλιον]]), [[αὐτόθι]], ἴδε Böckh σ. 744. 2) [[ὡσαύτως]] Κερκυραϊκόν τι [[νόμισμα]], Böckh Συλλ. Ἐπιγρ. 2, σ. 15. - Ὁ Πλούτ., ἐν Λυσ. 17, λέγει ὅτι τὸ [[πάλαι]] μακροὶ ἧλοι (ὀβελοὶ) ἐχρησίμευον ὡς νομίσματα ὡν ἓξ ἀπετέλουν μίαν δράκα [[ἤτοι]] φοῦκταν (δραχμήν), καὶ ὅτι τὸ [[ὄνομα]] μετεβλήθη εἰς [[ὀβολός]]· ὁ ἰσχυρισμὸς [[οὗτος]] ἐπιβεβαιοῦται ἐκ τοῦ τύπου [[πεμπώβολον]] ([[ὅστις]] βεβαίως γίνεται ἐκ τοῦ [[ὀβελός]]). Ἀλλ’ ἴδε llussey Anc. W. καὶ Μ. σ. 182. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |