Anonymous

ὀνομαίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)cf\. ([\p{Greek}\s]+) " to "cf. $1 ")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0349.png Seite 349]] dor., äol. u. poet. = [[ὀνομάζω]], ion. [[οὐνομαίνω]], [[nennen]]; φίλον δ' ὀνόμηνεν ἑταῖρον, Il. 10, 522, er rief ihn mit Namen; θεοὺς δ' ὀνόμηνεν ἅπαντας, 14, 278; περικλυτὰ δῶρ' ὀνομήνω (conj. aor.), herzählen, 9, 121; u., wie bei [[ὀνομάζω]] bemerkt ist, auch von dem, was Einer zu geben verheißt, ὄρχους δέ μοι ὧδ' ὀνόμηνας δώσειν [[πεντήκοντα]], Od. 24, 311; – ἴσχεο, μηδ' ὀνομήνῃς, halt an dich und sprich's nicht aus, Od. 11, 251; – καὶ σὸν θεράποντ' ὀνόμηνεν, er ernannte ihn zu deinem Diener, Il. 23, 90 (immer im aor., das praes. H. h. Ven. 291); – [[benennen]], einen Namen geben, Hes. O. 8, [[καί]] οἱ τοῦτ' ὀνόμην' ὄνομ' ἔμμεναι, frg. 3, 2; ὅσοι οὐνομαστοί εἰσι αὐτέων, τούτους οὐνομανέω, Her. 4, 47; selten in attischer Prosa, ὅτι Κλειταρέτην ὁ πατὴρ ἐν τῇ δεκάτῃ ὠνόμηνεν, Isaeus 3, 33.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0349.png Seite 349]] dor., äol. u. poet. = [[ὀνομάζω]], ion. [[οὐνομαίνω]], [[nennen]]; φίλον δ' ὀνόμηνεν ἑταῖρον, Il. 10, 522, er rief ihn mit Namen; θεοὺς δ' ὀνόμηνεν ἅπαντας, 14, 278; περικλυτὰ δῶρ' ὀνομήνω (conj. aor.), herzählen, 9, 121; u., wie bei [[ὀνομάζω]] bemerkt ist, auch von dem, was Einer zu geben verheißt, ὄρχους δέ μοι ὧδ' ὀνόμηνας δώσειν [[πεντήκοντα]], Od. 24, 311; – ἴσχεο, μηδ' ὀνομήνῃς, halt an dich und sprich's nicht aus, Od. 11, 251; – καὶ σὸν θεράποντ' ὀνόμηνεν, er ernannte ihn zu deinem Diener, Il. 23, 90 (immer im aor., das praes. H. h. Ven. 291); – [[benennen]], einen Namen geben, Hes. O. 8, [[καί]] οἱ τοῦτ' ὀνόμην' ὄνομ' ἔμμεναι, frg. 3, 2; ὅσοι οὐνομαστοί εἰσι αὐτέων, τούτους οὐνομανέω, Her. 4, 47; selten in attischer Prosa, ὅτι Κλειταρέτην ὁ πατὴρ ἐν τῇ δεκάτῃ ὠνόμηνεν, Isaeus 3, 33.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ὀνομανῶ, <i>ao.</i> [[ὠνόμηνα]], <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> désigner par un nom, donner un nom;<br /><b>2</b> appeler par son nom;<br /><b>3</b> spécifier, énoncer avec précision, acc. ; <i>particul.</i> promettre de, inf..<br />'''Étymologie:''' [[ὄνομα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀνομαίνω''': Ὁμηρ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 291, Αἰολ. κ. Δωρ. ὀνυμαίνω, Τίμ. Λοκρ. 100C· μέλλ. Ἰων. οὐνομανέω Ἡρόδ. 4. 47: ἀόρ. ὠνόμηνα Ἰσαῖ. 41. 20, Ἐπικ. ὀνόμηνα Ὁμ., Ἡσ., Βοιωτ. ὠνούμηνα Κόριννα 2. Ἐπικ. καὶ Ἰων. [[ῥῆμα]] = [[ὀνομάζω]], ἢ καλῶ κατ’ [[ὄνομα]], φίλον τ’ ὀνόμηνεν ἑταῖρον Ἰλ. Κ. 522, κλ.· θεοὺς ὀν. ἅπαντας Ξ. 278· - ἐπὶ πραγμάτων, περικλυτὰ δῶρ’ ὀνομήνω Ι. 121· πληθὺν οὐκ ἄν ἐγὼ μυθήσομαι οὐδ’ ὀνομήνω Β. 488· συχν. μετὰ τοῦ πάντας, πάντα, Ὀδ. Δ. 240, κτλ.· - σπάνιον παρὰ πεζολόγοις Ἡρόδ. καὶ Ἰσαῖ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) [[ἁπλῶς]], πρφέρω, [[λέγω]], ὁμιλῶ, ἴσχεο μηδ’ ὀνομήνῃς Ὀδ. Λ. 251, πρβλ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 291· - ἀκολούθως (πρβλ. [[ὀνομάζω]]) ὑπισχνοῦμαι ὅτι θὰ πράξω τι, ὄρχους δέ μοι ὧδ’ ὀνόμηνας δώσειν Ὀδ. Ω. 341. ΙΙ. [[ἀναφέρω]], καλῶ [[ὀνομαστί]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 80· καί οἱ τοῦτ’ ὀνόμην’ ὄνομ’ ἔμμεναι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 3. 2· οὕτω παρὰ τοῖς Δωρικ. πεζογράφοις, Τίμ. Λοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ., κλ. ΙΙΙ. [[ὁρίζω]], [[διορίζω]], καὶ σὸν θεράποντ’ ὀνόμηνεν Ἰλ. Ψ. 90.
|lstext='''ὀνομαίνω''': Ὁμηρ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 291, Αἰολ. κ. Δωρ. ὀνυμαίνω, Τίμ. Λοκρ. 100C· μέλλ. Ἰων. οὐνομανέω Ἡρόδ. 4. 47: ἀόρ. ὠνόμηνα Ἰσαῖ. 41. 20, Ἐπικ. ὀνόμηνα Ὁμ., Ἡσ., Βοιωτ. ὠνούμηνα Κόριννα 2. Ἐπικ. καὶ Ἰων. [[ῥῆμα]] = [[ὀνομάζω]], ἢ καλῶ κατ’ [[ὄνομα]], φίλον τ’ ὀνόμηνεν ἑταῖρον Ἰλ. Κ. 522, κλ.· θεοὺς ὀν. ἅπαντας Ξ. 278· - ἐπὶ πραγμάτων, περικλυτὰ δῶρ’ ὀνομήνω Ι. 121· πληθὺν οὐκ ἄν ἐγὼ μυθήσομαι οὐδ’ ὀνομήνω Β. 488· συχν. μετὰ τοῦ πάντας, πάντα, Ὀδ. Δ. 240, κτλ.· - σπάνιον παρὰ πεζολόγοις Ἡρόδ. καὶ Ἰσαῖ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) [[ἁπλῶς]], πρφέρω, [[λέγω]], ὁμιλῶ, ἴσχεο μηδ’ ὀνομήνῃς Ὀδ. Λ. 251, πρβλ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 291· - ἀκολούθως (πρβλ. [[ὀνομάζω]]) ὑπισχνοῦμαι ὅτι θὰ πράξω τι, ὄρχους δέ μοι ὧδ’ ὀνόμηνας δώσειν Ὀδ. Ω. 341. ΙΙ. [[ἀναφέρω]], καλῶ [[ὀνομαστί]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 80· καί οἱ τοῦτ’ ὀνόμην’ ὄνομ’ ἔμμεναι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 3. 2· οὕτω παρὰ τοῖς Δωρικ. πεζογράφοις, Τίμ. Λοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ., κλ. ΙΙΙ. [[ὁρίζω]], [[διορίζω]], καὶ σὸν θεράποντ’ ὀνόμηνεν Ἰλ. Ψ. 90.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ὀνομανῶ, <i>ao.</i> [[ὠνόμηνα]], <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> désigner par un nom, donner un nom;<br /><b>2</b> appeler par son nom;<br /><b>3</b> spécifier, énoncer avec précision, acc. ; <i>particul.</i> promettre de, inf..<br />'''Étymologie:''' [[ὄνομα]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth