Anonymous

ὀλίγωρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "s’" to "s'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0322.png Seite 322]] nachlässig, wenig Sorgfalt auf Etwas verwendend, geringschätzend; Her. 3, 89; Arist. und Folgde, wie Pol. 5, 34, 4; ὀλίγωρον πεποίηκάς τι, du hast Etwas vernachlässigt, Nicomach. bei Ath. VII, 290 f; häufiger im adv., ὀλιγώρως ἔχειν, Plat. Phaed. 68 c; διακεῖσθαι, Lys. 1, 3; ἔχειν πρὸς ἅπασαν αἰσχύνην, Aesch. 1, 67; διάκεινται πρὸς τοὺς θεούς, Plat. Alc. II, 149 a; [[περί]] τι, Pol. 5, 91, 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0322.png Seite 322]] nachlässig, wenig Sorgfalt auf Etwas verwendend, geringschätzend; Her. 3, 89; Arist. und Folgde, wie Pol. 5, 34, 4; ὀλίγωρον πεποίηκάς τι, du hast Etwas vernachlässigt, Nicomach. bei Ath. VII, 290 f; häufiger im adv., ὀλιγώρως ἔχειν, Plat. Phaed. 68 c; διακεῖσθαι, Lys. 1, 3; ἔχειν πρὸς ἅπασαν αἰσχύνην, Aesch. 1, 67; διάκεινται πρὸς τοὺς θεούς, Plat. Alc. II, 149 a; [[περί]] τι, Pol. 5, 91, 4.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui s'inquiète peu, négligent, méprisant;<br /><i>Cp.</i> ὀλιγωρέστερος.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλίγος]], [[ὤρα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀλίγωρος''': -ον, (ὤρα) ὁ ὀλίγον φροντίζων [[περί]] τινος, ὀλίγον ἐκτιμῶν τινα, [[περιφρονητικός]], παραμελῶν τινα, ἐπὶ προσώπων, [[χαλεπός]] τε καὶ ὀλ. Ἡρόδ. 3. 89· οὐδεὶς [[οὔτε]] [[γέρων]] [[οὔτε]] ὀλ. [[οὕτως]] Δημ. 764. 24, κτλ.· σοβαρὸς καὶ ὀλ. [[τρόπος]] ὁ αὐτ. 1357. 25· - μετὰ γεν. τὴν εἰρήνην, ἧς οὐδεὶς ἂν ἐπιδείξειεν … ὀλιγωροτέραν τῶν Ἑλλήνων, εἰρήνην παντάπασιν ἀμελοῦσαν τῶν ἑλληνικῶν δικαίων, Ἰσοκρ. 254D. - Ἐπίρρ. ὀλιγώρως, ἀμελῶς, ἀπροσέκτως, ὀλ. καὶ ῥᾳθύμως Δημ. 1383. 5· ὀλ. ἔχω, εἶμαι [[ἀπρόσεκτος]], [[ἀμελής]], Πλάτ. Φαίδων 68C, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 14· τινός, ὡς [[πρός]] τι, Λυσ. 176. 5, Ἰσαῖ. 41, 33, κ. ἀλλ.· [[περί]] τινος Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 19. 5· [[οὕτως]], ὀλ. διακεῖσθαι Λυσ. 92. 7· [[πρός]] τινα ἤ τι Πλάτ. Ἀλκ. 2. 149Α, Ἰσοκρ. 311Β, Αἰσχίν. 10. 14. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[περιφρονητικός]], [[πλήρης]] περιφρονήσεως, ὑποδεικνύεις μὲν [[ἦθος]] ἀστεῖον [[πάνυ]] καὶ πρᾶον, ὀλίγωρον δὲ πεποίηκάς τι Νικόμαχος ἐν «Εἰλειθυίᾳ» 1. 2.
|lstext='''ὀλίγωρος''': -ον, (ὤρα) ὁ ὀλίγον φροντίζων [[περί]] τινος, ὀλίγον ἐκτιμῶν τινα, [[περιφρονητικός]], παραμελῶν τινα, ἐπὶ προσώπων, [[χαλεπός]] τε καὶ ὀλ. Ἡρόδ. 3. 89· οὐδεὶς [[οὔτε]] [[γέρων]] [[οὔτε]] ὀλ. [[οὕτως]] Δημ. 764. 24, κτλ.· σοβαρὸς καὶ ὀλ. [[τρόπος]] ὁ αὐτ. 1357. 25· - μετὰ γεν. τὴν εἰρήνην, ἧς οὐδεὶς ἂν ἐπιδείξειεν … ὀλιγωροτέραν τῶν Ἑλλήνων, εἰρήνην παντάπασιν ἀμελοῦσαν τῶν ἑλληνικῶν δικαίων, Ἰσοκρ. 254D. - Ἐπίρρ. ὀλιγώρως, ἀμελῶς, ἀπροσέκτως, ὀλ. καὶ ῥᾳθύμως Δημ. 1383. 5· ὀλ. ἔχω, εἶμαι [[ἀπρόσεκτος]], [[ἀμελής]], Πλάτ. Φαίδων 68C, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 14· τινός, ὡς [[πρός]] τι, Λυσ. 176. 5, Ἰσαῖ. 41, 33, κ. ἀλλ.· [[περί]] τινος Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 19. 5· [[οὕτως]], ὀλ. διακεῖσθαι Λυσ. 92. 7· [[πρός]] τινα ἤ τι Πλάτ. Ἀλκ. 2. 149Α, Ἰσοκρ. 311Β, Αἰσχίν. 10. 14. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[περιφρονητικός]], [[πλήρης]] περιφρονήσεως, ὑποδεικνύεις μὲν [[ἦθος]] ἀστεῖον [[πάνυ]] καὶ πρᾶον, ὀλίγωρον δὲ πεποίηκάς τι Νικόμαχος ἐν «Εἰλειθυίᾳ» 1. 2.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui s'inquiète peu, négligent, méprisant;<br /><i>Cp.</i> ὀλιγωρέστερος.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλίγος]], [[ὤρα]].
}}
}}
{{grml
{{grml