Anonymous

ὀριγνάομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "s’" to "s'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0377.png Seite 377]] = ὀρέγομαι, sich reck en, strecken; ἔγχεσιν ἠδ' ἐλάτῃς αὐτοσχεδὸν ὠριγνῶντο, mit Speeren streckten sie sich, sie kämpften mit vorgestreckten Speeren, Hes. Sc. 190; ὅτε θηρῶν ὀριγνῷτο, Eur. Bacch. 1255; bei Plat. Ax. 366 a ist τῆς διαίτης ὀριγνωμένη [[varia lectio|v.l.]] für ὀρεγομένη; – c. gen. braucht es Theocr. 24, 44, ὠριγνᾶτο νεοκλώστου τελαμῶνος; ποίας δόξης ὀριγνηθῆναι, Isocr. ep. 6, 9; eben so D. C. 56, 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0377.png Seite 377]] = ὀρέγομαι, sich reck en, strecken; ἔγχεσιν ἠδ' ἐλάτῃς αὐτοσχεδὸν ὠριγνῶντο, mit Speeren streckten sie sich, sie kämpften mit vorgestreckten Speeren, Hes. Sc. 190; ὅτε θηρῶν ὀριγνῷτο, Eur. Bacch. 1255; bei Plat. Ax. 366 a ist τῆς διαίτης ὀριγνωμένη [[varia lectio|v.l.]] für ὀρεγομένη; – c. gen. braucht es Theocr. 24, 44, ὠριγνᾶτο νεοκλώστου τελαμῶνος; ποίας δόξης ὀριγνηθῆναι, Isocr. ep. 6, 9; eben so D. C. 56, 6.
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br />s'allonger :<br /><b>1</b> <i>abs.</i><br /><b>2</b> <i>avec un rég.</i> s'allonger pour saisir ; <i>avec</i> acc. : se saisir de, obtenir.<br />'''Étymologie:''' ὀρέγομαι, [[ὀρέγω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀριγνάομαι''': μέλλ. -ήσομαι Δίων Κ. 41. 53· ἀόρ. ὠριγνήθην Ἀντιφῶν παρ’ Ἁρποκρ., Ἰσοκρ. 419Ε· ἀποθ. Τανύω ἢ [[ἐκτείνω]] ἐμαυτόν, ὡς τὸ ὀρέγομαι, ἔγχεσιν ἠδ’ ἐλάτῃς αὐτοσχεδὸν ὠριγνῶτο, ἐμάχοντο μὲ ἐκτετεμένα δόρατα, Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 190. 2) μετὰ γεν., ἐκτείνομαι [[πρός]] τι [[πρᾶγμα]], [[ἀποβλέπω]] εἴς τι, ὀρέγομαι, ὅτε ... θηρῶν ὠριγνῷτο Εὐρ. Βάκχ. 1255· [[ποίας]] δόξης Ἰσοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· τελαμῶνος Θεόκρ. 24. 44· χορείας Πλάτ. Ἀξίοχ. 366Α· τοῦ πλείονος Σωκρ. Ἐπιστ. 29. 3) μετ’ αἰτ., ὀρέγομαι, ἐπιθυμῶ, προσπαθῶ νὰ ἀπολαύσω, Δήμητρος εὐνὴν ὀριγνάμενος (ὡς εἰ ἐκ ῥήματ. ὀρίγναμαι) Διον. Ἁλ. 1. 61. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀριγνᾶσθαι· ἐπιθυμεῖν, ὀρέγεσθαι», καὶ «ὀριγνώμενοι· ἐπιθυμοῦντες», καὶ κατὰ Φώτιον: «ὀριγνηθῆναι· ἀντὶ τοῦ ἐπιθυμῆσαι», «ὀριγνώμεθα· ὀρεγόμεθα».
|lstext='''ὀριγνάομαι''': μέλλ. -ήσομαι Δίων Κ. 41. 53· ἀόρ. ὠριγνήθην Ἀντιφῶν παρ’ Ἁρποκρ., Ἰσοκρ. 419Ε· ἀποθ. Τανύω ἢ [[ἐκτείνω]] ἐμαυτόν, ὡς τὸ ὀρέγομαι, ἔγχεσιν ἠδ’ ἐλάτῃς αὐτοσχεδὸν ὠριγνῶτο, ἐμάχοντο μὲ ἐκτετεμένα δόρατα, Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 190. 2) μετὰ γεν., ἐκτείνομαι [[πρός]] τι [[πρᾶγμα]], [[ἀποβλέπω]] εἴς τι, ὀρέγομαι, ὅτε ... θηρῶν ὠριγνῷτο Εὐρ. Βάκχ. 1255· [[ποίας]] δόξης Ἰσοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· τελαμῶνος Θεόκρ. 24. 44· χορείας Πλάτ. Ἀξίοχ. 366Α· τοῦ πλείονος Σωκρ. Ἐπιστ. 29. 3) μετ’ αἰτ., ὀρέγομαι, ἐπιθυμῶ, προσπαθῶ νὰ ἀπολαύσω, Δήμητρος εὐνὴν ὀριγνάμενος (ὡς εἰ ἐκ ῥήματ. ὀρίγναμαι) Διον. Ἁλ. 1. 61. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀριγνᾶσθαι· ἐπιθυμεῖν, ὀρέγεσθαι», καὶ «ὀριγνώμενοι· ἐπιθυμοῦντες», καὶ κατὰ Φώτιον: «ὀριγνηθῆναι· ἀντὶ τοῦ ἐπιθυμῆσαι», «ὀριγνώμεθα· ὀρεγόμεθα».
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br />s'allonger :<br /><b>1</b> <i>abs.</i><br /><b>2</b> <i>avec un rég.</i> s'allonger pour saisir ; <i>avec</i> acc. : se saisir de, obtenir.<br />'''Étymologie:''' ὀρέγομαι, [[ὀρέγω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm