Anonymous

ὀφρῦς: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[([\p{Cyrillic}]+) или ([\p{Cyrillic}]+)\]\]" to "$1 или $2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0428.png Seite 428]] ύος, ἡ, nach Arcad. 92 [[ὀφρῦς]] (vgl. die [[Braue]], ό ist also bloßer Vorschlag), – 1) die [[Augenbraue]]; gew. im plur.; κυανέῃσιν ἐπ' ὀφρύσι νεῦσε [[Κρονίων]], Il. 1, 528, öfter, mit den Augenbrauen winken, als Zeichen der Bejahung, auch des Befehls (vgl. [[νεύω]]); ὑπ' ὀφρύσι δάκρυα λεῖβον, 13, 88 u. öfter; vgl. Soph., der Ant. 825 sogar sagt τέγγει δ' ὑπ' όφρύσι παγκλαύστοις δειράδας; Hom. κοίμησόν μοι Ζηνὸς ὑπ' ὀφρύσιν [[ὄσσε]], Il. 14, 236; [[ὄσσε]] λαμπέσθην βλοσυρῇσιν ὑπ' ὀφρύσιν, 15, 608; ὑπ' ὀφρύσι πῦρ ἀμάρυσσε, Hes. Th. 827. Oft bei den Dichtern als der Theil des Gesichts, durch welchen Freude u. Trauer ausgedrückt wird, ἡ δ' ἐγέλασσεν χείλεσιν, οὐδὲ [[μέτωπον]] ἐπ' ὀφρύσι κυανέῃσιν ἰάνθη, Il. 15, 102; ἀγανᾷ γελάσσαις ὀφρύϊ, Pind. P. 9, 39; μειδιᾶν ὀφρύσι; vom Zorn, νωμῶντ' ὀφρύν, Aesch. Ch. 283; vom Unwillen, τὰς [[ὀφρῦς]] συνήγομεν κἀποιοῦμεν δεινά, Ar. Nub. 574, wie wir sagen »die Stirne runzeln«; στυγνὸν ὀφρύων [[νέφος]], wie στυγνὴν ὀφρύν, Eur. Hipp. 173. 290; u. bes. vom Stolz u. Hochmuth, bes. bei Sp., wie in der Anth. oft, στρεβλὴν ὀφρὺν ἐφελκόμενος, Leon. Tar. 85 (VII, 440), wie Alciphr. 1, 34, τὰς [[ὀφρῦς]] ὑπὲρ τοὺς κροτάφους ἐπῆρας; vgl. Luc. bis accus. 28; Diphil. bei Ath. II, 35 c τὸν τὰς [[ὀφρῦς]] αἴροντα (der ein ernstes Gesicht macht) πείθεις γελᾶν; στυγνὴν ὀφρύων τάσιν λύεις, Diosc. 3 (XII, 42); κατεσπακὼς τὰς [[ὀφρῦς]], Alciphr. 3, 3, vgl. καταβάλλειν τὰς [[ὀφρῦς]] Eur. Cycl. 167; συνάγειν, Pallad. 5 (X, 56), wie Luc. Dem. enc. 16 Icarom. 29; συνέσπακε τὰς [[ὀφρῦς]], Vit. auct. 7; ἀνατείνειν, Tim. 54; Lucill. 119 (X, 122) sagt τὴν ὀφρὺν καὶ τὸν τῦφον καταπαύσει; τὰς [[ὀφρῦς]] εἰς ἕν ἀγείρειν, Paul. Sil. 35 (V, 300); ἐρύσσαι, Agath. 4 (V, 216); ὀφρύες πέσον, ὀφρὺν ὑπερέσχεθεν, 13. 22 (V, 273. 299). – 2) übh. jeder erhöhete<b class="b2"> Rand, Hügelrand</b>, [[Hügel]]; Il. 20, 151; ἐπ' ὀφρύϊ Παρνασίᾳ, Pind. Ol. 13, 102; εἰς Νεῖλον ἀπ' ὀφρύος ἥλατο, Ep. ad. 418 (IX, 252); τοῦ ποταμοῦ, Uferrand, Pol. 2, 33, 7 u. öfter; τὰ ἐπίπεδα ὑπὲρ τὰς [[ὀφρῦς]] τῶν λόφων, 7, 6, 3; προβαλλόμενος ὀφρὺν ἀπότομον, 36, 6, 2; ἐπ' ὀφρύσιν αἰγιαλοῖο, Ap. Rh. 1, 178; N. T. u. a. Sp. (vgl. [[ὀφρύη]]). – Der acc. [[ὀφρύα]] statt des gewöhnlichen ὀφρύν findet sich Strat. 28 (XII, 186) Opp. Cyn. 4, 405; accus. plur. ὀφρύας Od. 9, 389, [[ὀφρῦς]] Il. 16, 740. – [Υ ist im nom. u. acc. sing. lang, in den Zusammensetzungen aber kurz, [[εὔοφρυς]] u. ä.]
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0428.png Seite 428]] ύος, ἡ, nach Arcad. 92 [[ὀφρῦς]] (vgl. die [[Braue]], ό ist also bloßer Vorschlag), – 1) die [[Augenbraue]]; gew. im plur.; κυανέῃσιν ἐπ' ὀφρύσι νεῦσε [[Κρονίων]], Il. 1, 528, öfter, mit den Augenbrauen winken, als Zeichen der Bejahung, auch des Befehls (vgl. [[νεύω]]); ὑπ' ὀφρύσι δάκρυα λεῖβον, 13, 88 u. öfter; vgl. Soph., der Ant. 825 sogar sagt τέγγει δ' ὑπ' όφρύσι παγκλαύστοις δειράδας; Hom. κοίμησόν μοι Ζηνὸς ὑπ' ὀφρύσιν [[ὄσσε]], Il. 14, 236; [[ὄσσε]] λαμπέσθην βλοσυρῇσιν ὑπ' ὀφρύσιν, 15, 608; ὑπ' ὀφρύσι πῦρ ἀμάρυσσε, Hes. Th. 827. Oft bei den Dichtern als der Theil des Gesichts, durch welchen Freude u. Trauer ausgedrückt wird, ἡ δ' ἐγέλασσεν χείλεσιν, οὐδὲ [[μέτωπον]] ἐπ' ὀφρύσι κυανέῃσιν ἰάνθη, Il. 15, 102; ἀγανᾷ γελάσσαις ὀφρύϊ, Pind. P. 9, 39; μειδιᾶν ὀφρύσι; vom Zorn, νωμῶντ' ὀφρύν, Aesch. Ch. 283; vom Unwillen, τὰς [[ὀφρῦς]] συνήγομεν κἀποιοῦμεν δεινά, Ar. Nub. 574, wie wir sagen »die Stirne runzeln«; στυγνὸν ὀφρύων [[νέφος]], wie στυγνὴν ὀφρύν, Eur. Hipp. 173. 290; u. bes. vom Stolz u. Hochmuth, bes. bei Sp., wie in der Anth. oft, στρεβλὴν ὀφρὺν ἐφελκόμενος, Leon. Tar. 85 (VII, 440), wie Alciphr. 1, 34, τὰς [[ὀφρῦς]] ὑπὲρ τοὺς κροτάφους ἐπῆρας; vgl. Luc. bis accus. 28; Diphil. bei Ath. II, 35 c τὸν τὰς [[ὀφρῦς]] αἴροντα (der ein ernstes Gesicht macht) πείθεις γελᾶν; στυγνὴν ὀφρύων τάσιν λύεις, Diosc. 3 (XII, 42); κατεσπακὼς τὰς [[ὀφρῦς]], Alciphr. 3, 3, vgl. καταβάλλειν τὰς [[ὀφρῦς]] Eur. Cycl. 167; συνάγειν, Pallad. 5 (X, 56), wie Luc. Dem. enc. 16 Icarom. 29; συνέσπακε τὰς [[ὀφρῦς]], Vit. auct. 7; ἀνατείνειν, Tim. 54; Lucill. 119 (X, 122) sagt τὴν ὀφρὺν καὶ τὸν τῦφον καταπαύσει; τὰς [[ὀφρῦς]] εἰς ἕν ἀγείρειν, Paul. Sil. 35 (V, 300); ἐρύσσαι, Agath. 4 (V, 216); ὀφρύες πέσον, ὀφρὺν ὑπερέσχεθεν, 13. 22 (V, 273. 299). – 2) übh. jeder erhöhete<b class="b2"> Rand, Hügelrand</b>, [[Hügel]]; Il. 20, 151; ἐπ' ὀφρύϊ Παρνασίᾳ, Pind. Ol. 13, 102; εἰς Νεῖλον ἀπ' ὀφρύος ἥλατο, Ep. ad. 418 (IX, 252); τοῦ ποταμοῦ, Uferrand, Pol. 2, 33, 7 u. öfter; τὰ ἐπίπεδα ὑπὲρ τὰς [[ὀφρῦς]] τῶν λόφων, 7, 6, 3; προβαλλόμενος ὀφρὺν ἀπότομον, 36, 6, 2; ἐπ' ὀφρύσιν αἰγιαλοῖο, Ap. Rh. 1, 178; N. T. u. a. Sp. (vgl. [[ὀφρύη]]). – Der acc. [[ὀφρύα]] statt des gewöhnlichen ὀφρύν findet sich Strat. 28 (XII, 186) Opp. Cyn. 4, 405; accus. plur. ὀφρύας Od. 9, 389, [[ὀφρῦς]] Il. 16, 740. – [Υ ist im nom. u. acc. sing. lang, in den Zusammensetzungen aber kurz, [[εὔοφρυς]] u. ä.]
}}
{{bailly
|btext=ὀφρύος (ἡ) ; <i>acc.</i> ὀφρύν, <i>rar.</i> [[ὀφρύα]], <i>acc. pl.</i> ὀφρῦς;<br /><b>I.</b> sourcil : [[τὰς]] ὀφρῦς ξυνάγειν AR froncer <i>ou</i> contracter les sourcils d’un air menaçant <i>ou</i> sombre ; ἀνασπᾶν AR, ἀνατείνειν LUC, ἐπαίρειν LUC hausser les sourcils d’un air hautain <i>ou</i> menaçant;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> gravité, majesté;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> emphase;<br /><b>III.</b> hauteur escarpée, colline <i>ou</i> montagne abrupte, escarpement.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>skr.</i> bhru « sourcil ».
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀφρύς''': -ύος, ἡ· αἰτ. ὀφρύν, παρὰ μεταγεν. ποιητ. ὀφρύα, Κόϊντ. Σμ. 4. 361, Ὀππ. Κυν. 4. 405, Ἀνθ. Π. 12. 186· αἰτ. πληθ. ὀφρύας (ἐν τῷ δ΄ ποδί), Ὀδ. Ι. 389· ἀλλ’ ὀφρῦς (ἐν τῷ γ΄), Ἰλ. Π. 470 πρβλ. ἰχθύς, Thiersch Gr. Gr. §191· [ῡ ἐν τῇ ὀνομ. κ. αἰτ. [[ὀφρύς]], -ύν, ἅτινα διὰ τοῦτο γράφονται ὀφρῦς, -ῦν ὑπὸ τοῦ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 31, Ἀρκάδ. 92, πρβλ. [[ὀσφύς]]· ἀλλὰ ῠ, [[εὔοφρυς]], [[λεύκοφρυς]], κτλ.]. (Πρβλ. Σανσκρ. bhru, Ἀρχ. Γερμ. brawa, Σλαυ. bruvi (Ἀγγλ. brow).) Τὸ «φρῦδι», Λατ. supercilium, τὸν ... ὑπ’ ὀφρύος [[οὖτα]] Ἰλ. Ξ. 493· ἡ ὀφρὺς ἡ [[δεξιά]], ἡ ἀριστερὰ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 9, 8, πρβλ. Προβλ. 4. 18· - ἀλλ’ ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμήρ. ἀεὶ ἐν τῷ πληθυντ., ὡς παρ’ Ἡσ. καὶ Ἀττικ.· ἀλλαχοῦ ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ., ὑπ’ ὀφρύσι δάκρυα λεῖβον Ἰλ. Ν. 88, κτλ.· [[συχνάκις]] ἐπὶ σημείων ἢ νευμάτων, ἐπ’ ὀφρύσι νεῦσε [[Κρονίων]], δηλ. ἐπένευσεν ὀφρύσι, κατένευσε, Α. 528, κτλ.· ἡ δ’ ἄρ’ ἐπ’ ὀφρύσι νεῦσε, ἔνευσεν εἰς αὐτὸν νὰ κάμῃ τι, Ὀδ. Π. 164· ἀνὰ δ’ ὀφρύσι νεῦσεν ἑκάστῳ, ἔκαμε [[νεῦμα]] νὰ μὴ …, Ι. 468· [[οὕτως]], ὀφρύσι νευστάζων Μ. 194. Ἐπειδὴ διὰ τῆς κινήσεως τῶν ὀφρύων οἱ ἄνθρωποι δεικνύουσι σοβαρότητα, θλῖψιν, ὀργήν, [[μάλιστα]] δὲ ὑπερηφανίαν ἢ καταφρόνησιν, πολλαὶ φράσεις ἐσχηματίσθησαν, τὰς ὀφρῦς ἀνασπᾶν, εἰς [[σημεῖον]] θλίψεως, τὰς ὀφρῦς ἀνεσπακώς, [[ὥσπερ]] τι δεινὸν ἀγγελῶν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1069· ἀνασπάσας τις τὰς ὀφρῦς [[οἴμοι]] λαλεῖ Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 29· ὑπερηφανίας (πρβλ. [[ὀφρυόομαι]]), Δημ. 442, 11· [[οὕτως]], οἱ τὰς ὀφρῦς αἴροντες Μένανδρ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 4· ὀφρῦς ἐπαίρειν Εὐρ. Ἀποσπάσ. 1027· σεμνῶς ἐπηρκὼς τὰς ὀφρῦς Ἄμφις ἐν «Δεξιδημίδῃ» 1· τοὺς ἰχθυοπώλας ... ἐπὰν ἴδω [[κάτω]] βλέποντας, τὰς δ’ ὀφρῦς ἔχοντας [[ἐπάνω]] τῆς κορυφῆς, ἀποπνίγομαι Ἄλεξις ἐν «Ἀπεγλαυκωμένῳ» 2. 7· ὅσοι τὴν φιλοσοφίας ὀφρὺν [[ὑπὲρ]] αὐτοὺς τοὺς κροτάφους ὑπερήρκασι Λουκ. Ἔρωτες 54· ὀφρῦς ἔχειν Ἀριστοφ. Βάτρ. 925· ὀφρὺν ἐφέλκεσθαι Ἀνθ. Π. 7. 440· ἐρύειν [[αὐτόθι]] 5. 216· ἀνελκταῖς ὀφρύσι σεμνὸς Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 123· ἴδε Dobree εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - [[τοὐναντίον]]: τὰς ὀφρῦς συνάγειν, συνοφρυοῦσθαι, Ἀριστοφ. Νεφέλ. 582, Πλ. 756, κτλ. (πρβλ. [[τοξοποιέω]])· οὕτω, τὰς ὀφρῦς συνέλκειν Ἀντιφῶν ἐν Ἀδήλ. 90· συσπᾶν Λουκ. Βίων Πρᾶσις 7· κατασπᾶν Ἀλκίφρων 3. 3· - τανάπαλιν, καταβάλλειν, λύειν, μεθιέναι τὰς ὀφρῦς Εὐρ. Κύκλ. 167, Ἱππ. 290, Ι. Α. 648· σχάζεσθαι τὰς ὀφρῦς [[Πλάτων]] Κωμ. ἐν «Ἑορ.» 5· κατατίθεσθαι Πλούτ. 2. 1062F· - αἱ ὀφρύες ἦσαν [[ὡσαύτως]] ἡ [[ἕδρα]] τῆς ἐκδηλώσεως τοῦ μειδιάματος καὶ τῆς χαρᾶς, ἀγανᾷ γελᾶν ὀφρύϊ Πινδ. Π. 9. 67, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 257· ἢ σοβαρότητος, στυγνὸν ὀφρύων [[νέφος]] Εὐρ. Ἱππ. 173· ὁρᾶτε ὡς σπουδαῖαι μὲν [[αὐτοῦ]] αἱ ὀφρύες Ξεν. Συμπ. 8. 3· περὶ τοῦ φυσιγνωμικοῦ αὐτῶν χαρακτῆρος ὅρα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 9, 1. 2) ὀφρὺς μόνον, ὡς τὸ Λατ. supercilium, [[καταφρόνησις]], [[ὑπεροψία]], Ἀνθ. Π. 7. 409., 9. 43., 10. 122, κτλ. ΙΙ. ἐξ ὁμοιότητος σχήματος, ἡ ὀφρὺς ὄρους, ὀρεινὴ σειρὰ [[μετὰ]] ἀποκρήμνου πλευρᾶς, [[ἀπόκρημνος]] [[βράχος]], [[κρημνός]], Ἰλ. Υ. 151, Πινδάρ. Ο. 13. 150· ἡ ἐπικρεμαμένη [[ἀπότομος]] [[ὄχθη]] τοῦ ποταμοῦ, Πολύβ. 2. 33, 7, κλ.· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 178, κτλ.· ἐπὶ τάφρου, χαράδρας, Στράβ. 234· -ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ὁ Ἡρόδ. μεταχειρίζεται τὸν τύπον [[ὀφρύη]], ὃ ἴδε, πρβλ. [[ὀφρυάω]], [[ὀφρυόεις]], [[ὀφρυώδης]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀφρῦς· τὰ κρημνώδη καὶ τραχέα τῶν ὀρῶν. καὶ [[ἔπαρσις]], [[ὑπερηφανία]]».
|lstext='''ὀφρύς''': -ύος, ἡ· αἰτ. ὀφρύν, παρὰ μεταγεν. ποιητ. ὀφρύα, Κόϊντ. Σμ. 4. 361, Ὀππ. Κυν. 4. 405, Ἀνθ. Π. 12. 186· αἰτ. πληθ. ὀφρύας (ἐν τῷ δ΄ ποδί), Ὀδ. Ι. 389· ἀλλ’ ὀφρῦς (ἐν τῷ γ΄), Ἰλ. Π. 470 πρβλ. ἰχθύς, Thiersch Gr. Gr. §191· [ῡ ἐν τῇ ὀνομ. κ. αἰτ. [[ὀφρύς]], -ύν, ἅτινα διὰ τοῦτο γράφονται ὀφρῦς, -ῦν ὑπὸ τοῦ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 31, Ἀρκάδ. 92, πρβλ. [[ὀσφύς]]· ἀλλὰ ῠ, [[εὔοφρυς]], [[λεύκοφρυς]], κτλ.]. (Πρβλ. Σανσκρ. bhru, Ἀρχ. Γερμ. brawa, Σλαυ. bruvi (Ἀγγλ. brow).) Τὸ «φρῦδι», Λατ. supercilium, τὸν ... ὑπ’ ὀφρύος [[οὖτα]] Ἰλ. Ξ. 493· ἡ ὀφρὺς ἡ [[δεξιά]], ἡ ἀριστερὰ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 9, 8, πρβλ. Προβλ. 4. 18· - ἀλλ’ ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμήρ. ἀεὶ ἐν τῷ πληθυντ., ὡς παρ’ Ἡσ. καὶ Ἀττικ.· ἀλλαχοῦ ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ., ὑπ’ ὀφρύσι δάκρυα λεῖβον Ἰλ. Ν. 88, κτλ.· [[συχνάκις]] ἐπὶ σημείων ἢ νευμάτων, ἐπ’ ὀφρύσι νεῦσε [[Κρονίων]], δηλ. ἐπένευσεν ὀφρύσι, κατένευσε, Α. 528, κτλ.· ἡ δ’ ἄρ’ ἐπ’ ὀφρύσι νεῦσε, ἔνευσεν εἰς αὐτὸν νὰ κάμῃ τι, Ὀδ. Π. 164· ἀνὰ δ’ ὀφρύσι νεῦσεν ἑκάστῳ, ἔκαμε [[νεῦμα]] νὰ μὴ …, Ι. 468· [[οὕτως]], ὀφρύσι νευστάζων Μ. 194. Ἐπειδὴ διὰ τῆς κινήσεως τῶν ὀφρύων οἱ ἄνθρωποι δεικνύουσι σοβαρότητα, θλῖψιν, ὀργήν, [[μάλιστα]] δὲ ὑπερηφανίαν ἢ καταφρόνησιν, πολλαὶ φράσεις ἐσχηματίσθησαν, τὰς ὀφρῦς ἀνασπᾶν, εἰς [[σημεῖον]] θλίψεως, τὰς ὀφρῦς ἀνεσπακώς, [[ὥσπερ]] τι δεινὸν ἀγγελῶν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1069· ἀνασπάσας τις τὰς ὀφρῦς [[οἴμοι]] λαλεῖ Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 29· ὑπερηφανίας (πρβλ. [[ὀφρυόομαι]]), Δημ. 442, 11· [[οὕτως]], οἱ τὰς ὀφρῦς αἴροντες Μένανδρ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 4· ὀφρῦς ἐπαίρειν Εὐρ. Ἀποσπάσ. 1027· σεμνῶς ἐπηρκὼς τὰς ὀφρῦς Ἄμφις ἐν «Δεξιδημίδῃ» 1· τοὺς ἰχθυοπώλας ... ἐπὰν ἴδω [[κάτω]] βλέποντας, τὰς δ’ ὀφρῦς ἔχοντας [[ἐπάνω]] τῆς κορυφῆς, ἀποπνίγομαι Ἄλεξις ἐν «Ἀπεγλαυκωμένῳ» 2. 7· ὅσοι τὴν φιλοσοφίας ὀφρὺν [[ὑπὲρ]] αὐτοὺς τοὺς κροτάφους ὑπερήρκασι Λουκ. Ἔρωτες 54· ὀφρῦς ἔχειν Ἀριστοφ. Βάτρ. 925· ὀφρὺν ἐφέλκεσθαι Ἀνθ. Π. 7. 440· ἐρύειν [[αὐτόθι]] 5. 216· ἀνελκταῖς ὀφρύσι σεμνὸς Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 123· ἴδε Dobree εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - [[τοὐναντίον]]: τὰς ὀφρῦς συνάγειν, συνοφρυοῦσθαι, Ἀριστοφ. Νεφέλ. 582, Πλ. 756, κτλ. (πρβλ. [[τοξοποιέω]])· οὕτω, τὰς ὀφρῦς συνέλκειν Ἀντιφῶν ἐν Ἀδήλ. 90· συσπᾶν Λουκ. Βίων Πρᾶσις 7· κατασπᾶν Ἀλκίφρων 3. 3· - τανάπαλιν, καταβάλλειν, λύειν, μεθιέναι τὰς ὀφρῦς Εὐρ. Κύκλ. 167, Ἱππ. 290, Ι. Α. 648· σχάζεσθαι τὰς ὀφρῦς [[Πλάτων]] Κωμ. ἐν «Ἑορ.» 5· κατατίθεσθαι Πλούτ. 2. 1062F· - αἱ ὀφρύες ἦσαν [[ὡσαύτως]] ἡ [[ἕδρα]] τῆς ἐκδηλώσεως τοῦ μειδιάματος καὶ τῆς χαρᾶς, ἀγανᾷ γελᾶν ὀφρύϊ Πινδ. Π. 9. 67, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 257· ἢ σοβαρότητος, στυγνὸν ὀφρύων [[νέφος]] Εὐρ. Ἱππ. 173· ὁρᾶτε ὡς σπουδαῖαι μὲν [[αὐτοῦ]] αἱ ὀφρύες Ξεν. Συμπ. 8. 3· περὶ τοῦ φυσιγνωμικοῦ αὐτῶν χαρακτῆρος ὅρα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 9, 1. 2) ὀφρὺς μόνον, ὡς τὸ Λατ. supercilium, [[καταφρόνησις]], [[ὑπεροψία]], Ἀνθ. Π. 7. 409., 9. 43., 10. 122, κτλ. ΙΙ. ἐξ ὁμοιότητος σχήματος, ἡ ὀφρὺς ὄρους, ὀρεινὴ σειρὰ [[μετὰ]] ἀποκρήμνου πλευρᾶς, [[ἀπόκρημνος]] [[βράχος]], [[κρημνός]], Ἰλ. Υ. 151, Πινδάρ. Ο. 13. 150· ἡ ἐπικρεμαμένη [[ἀπότομος]] [[ὄχθη]] τοῦ ποταμοῦ, Πολύβ. 2. 33, 7, κλ.· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 178, κτλ.· ἐπὶ τάφρου, χαράδρας, Στράβ. 234· -ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ὁ Ἡρόδ. μεταχειρίζεται τὸν τύπον [[ὀφρύη]], ὃ ἴδε, πρβλ. [[ὀφρυάω]], [[ὀφρυόεις]], [[ὀφρυώδης]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀφρῦς· τὰ κρημνώδη καὶ τραχέα τῶν ὀρῶν. καὶ [[ἔπαρσις]], [[ὑπερηφανία]]».
}}
{{bailly
|btext=ὀφρύος (ἡ) ; <i>acc.</i> ὀφρύν, <i>rar.</i> [[ὀφρύα]], <i>acc. pl.</i> ὀφρῦς;<br /><b>I.</b> sourcil : [[τὰς]] ὀφρῦς ξυνάγειν AR froncer <i>ou</i> contracter les sourcils d’un air menaçant <i>ou</i> sombre ; ἀνασπᾶν AR, ἀνατείνειν LUC, ἐπαίρειν LUC hausser les sourcils d’un air hautain <i>ou</i> menaçant;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> gravité, majesté;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> emphase;<br /><b>III.</b> hauteur escarpée, colline <i>ou</i> montagne abrupte, escarpement.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>skr.</i> bhru « sourcil ».
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth