Anonymous

ὀνίσκος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0347.png Seite 347]] ὁ, 1) dim. von [[ὄνος]], Eselein, Sp. – 2) ein Meerfisch von der Art des Stockfisches, asellus, Dorio bei Ath. III, 118 c Euthyd. ib. VII, 315 t. – 3) Kellerassel, = [[ἴουλος]], Sp. – 4) eine Zimmermannssäge, Hesych. – 5) wie [[ὄνος]], Winde, Haspel, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0347.png Seite 347]] ὁ, 1) dim. von [[ὄνος]], Eselein, Sp. – 2) ein Meerfisch von der Art des Stockfisches, asellus, Dorio bei Ath. III, 118 c Euthyd. ib. VII, 315 t. – 3) Kellerassel, = [[ἴουλος]], Sp. – 4) eine Zimmermannssäge, Hesych. – 5) wie [[ὄνος]], Winde, Haspel, Sp.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> merluche, <i>poisson de mer</i>;<br /><b>2</b> cloporte, <i>insecte</i>;<br /><b>3</b> cabestan.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[ὄνος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀνίσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ [[ὄνος]]· ἐν Γλωσσ. [[ὡσαύτως]], ὀνίσκη, ἡ. ΙΙ. [[θαλάσσιος]] ἰχθύς, [[εἶδος]] γάδου, κοινῶς: «γαδαρόψαρον», Λατ. asellus, Δωρίων παρ’ Ἀθην. 118C, Εὐθύδ. [[αὐτόθι]] 315F· ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 48. ΙΙΙ. ἔντομόν τι, ἴδε [[ἴουλος]] IV, Γαλην. IV. ὡς τὸ [[ὄνος]] VII, 1, [[μοχλός]], ἀνυψωτικὴ μηχανὴ ἢ [[γέρανος]], Λατιν. sucula, Ἱππ. Ἀγμ. 761· ἡ λαβὴ τοῦ ἀνυψωτικοῦ μοχλοῦ, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 834. V. «τεκτονικὸς [[πρίων]]» Ἡσύχ. ― Ἴδε Κόντου Κριτικὰς καὶ Γραμματικὰς Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ΄, σ. 314.
|lstext='''ὀνίσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ [[ὄνος]]· ἐν Γλωσσ. [[ὡσαύτως]], ὀνίσκη, ἡ. ΙΙ. [[θαλάσσιος]] ἰχθύς, [[εἶδος]] γάδου, κοινῶς: «γαδαρόψαρον», Λατ. asellus, Δωρίων παρ’ Ἀθην. 118C, Εὐθύδ. [[αὐτόθι]] 315F· ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 48. ΙΙΙ. ἔντομόν τι, ἴδε [[ἴουλος]] IV, Γαλην. IV. ὡς τὸ [[ὄνος]] VII, 1, [[μοχλός]], ἀνυψωτικὴ μηχανὴ ἢ [[γέρανος]], Λατιν. sucula, Ἱππ. Ἀγμ. 761· ἡ λαβὴ τοῦ ἀνυψωτικοῦ μοχλοῦ, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 834. V. «τεκτονικὸς [[πρίων]]» Ἡσύχ. ― Ἴδε Κόντου Κριτικὰς καὶ Γραμματικὰς Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ΄, σ. 314.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> merluche, <i>poisson de mer</i>;<br /><b>2</b> cloporte, <i>insecte</i>;<br /><b>3</b> cabestan.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[ὄνος]].
}}
}}
{{grml
{{grml