Anonymous

ὀχεία: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0428.png Seite 428]] ἡ, 1) das Bespringen, Belegen, Bespringenlassen, von Thieren, Arist. de gener. anim. 1, 14 u. öfter; κυΐσκεται δὲ ὁ [[κύων]] ἐκ μιᾶς ὀχείας, H. A. 6, 20; Folgde, wie Plut. Sol. anim. 4. – 2) von [[ὀχέω]] abgeleitet, nach Hesych. ποντία [[ὀχεία]], Schiffshalter, Umschreibung für Anker.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0428.png Seite 428]] ἡ, 1) das Bespringen, Belegen, Bespringenlassen, von Thieren, Arist. de gener. anim. 1, 14 u. öfter; κυΐσκεται δὲ ὁ [[κύων]] ἐκ μιᾶς ὀχείας, H. A. 6, 20; Folgde, wie Plut. Sol. anim. 4. – 2) von [[ὀχέω]] abgeleitet, nach Hesych. ποντία [[ὀχεία]], Schiffshalter, Umschreibung für Anker.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />action de saillir.<br />'''Étymologie:''' [[ὀχεύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀχεία''': ἡ, ([[ὀχεύω]]) τὸ ὀχεύειν ἢ βατεύειν, ἡ [[συνουσία]] ἐπὶ τοῦ ἄρρενος ζῴου, Ξεν. Ἱππ. 5. 8, συχν. παρ’ Ἀριστ.· ὀχείαν δέχεσθαι, προσίεσθαι, ὑπομένειν, ἐπὶ τοῦ θήλεος, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Γεν. 2. 8, 14, κτλ. ὀχείαν ποιεῖσθαι, ἐπὶ ἀμφοτέρων, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 8. ΙΙ. [[ὀχεία]] ποντία ([[ὀχέω]]), ἡ κατέχουσα τὸ [[πλοῖον]] ἐν τῇ θαλάσσῃ, δηλ. ἄγκυρα, Ἡσύχ.
|lstext='''ὀχεία''': ἡ, ([[ὀχεύω]]) τὸ ὀχεύειν ἢ βατεύειν, ἡ [[συνουσία]] ἐπὶ τοῦ ἄρρενος ζῴου, Ξεν. Ἱππ. 5. 8, συχν. παρ’ Ἀριστ.· ὀχείαν δέχεσθαι, προσίεσθαι, ὑπομένειν, ἐπὶ τοῦ θήλεος, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Γεν. 2. 8, 14, κτλ. ὀχείαν ποιεῖσθαι, ἐπὶ ἀμφοτέρων, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 8. ΙΙ. [[ὀχεία]] ποντία ([[ὀχέω]]), ἡ κατέχουσα τὸ [[πλοῖον]] ἐν τῇ θαλάσσῃ, δηλ. ἄγκυρα, Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />action de saillir.<br />'''Étymologie:''' [[ὀχεύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml