3,277,121
edits
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0380.png Seite 380]] wie [[ὁρμάω]], [[bewegen]], in Bewegung setzen, bei Hom. immer übertr., einen Gedanken, einen Entschluß im Geiste hin und her bewegen, überlegen, erwägen, [[ἕως]] ὁ ταῦθ' ὥρμαινε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν, Iliad. 1, 193; ἃς ὁ [[γέρων]] ὥρμαινε δαϊζόμενος κατὰ θυμὸν διχθάδια, 14, 20; ἐνὶ φρεσίν, Od. 4, 843, H. h. Merc. 66, und bloß φρεσί, Il. 10, 4 Od. 3, 151; πολλὰ δέ οἱ κῆρ ὥρμαινε, 2, 83; 23, 86; auch ἄλλα δέ οἱ κῆρ ὥρμαινε φρεσὶν ᾗσιν, 18, 345; ὥρμηναν δ' ἀνὰ θυμόν, 2, 156; mit folgendem ἤ – ἤ, 15, 300, wie Il. 16, 435, u. εἰ – ἤ, Od. 4, 789, sinnen, nachdenken; mit folgendem [[ὅπως]], hin und her überlegen, wie Etwas zu machen sei, Il. 21, 137. 24, 680. Mit bloßem accus., πόλεμον, einen Krieg vorhaben, Il. 10, 28; δολιχὸν πλόον, Od. 3, 169; χαλεπά τινι, ib. 151; Pind. [[ἀντίον]] ὁρμαίνων [[τέρας]] [[εὐθύς]], Ol. 8, 41; aber auch πορεύειν νιν θυμὸς ὥρμαινε, trieb ihn an, 3, 26; Aesch. τὸν [[αὑτοῦ]] θυμὸν ὁρμαίνει πεσών, er haucht sein Leben aus, Ag. 1361, u. intr., βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει μένων, Spt. 376, vom Schlachtroß, das des Russ der Trompete harrend sich bäumt; einzeln auch bei sp. D., wie Orph. Auch c. inf., Theocr. 24, 26, wie Hom. ep. 4, 16. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0380.png Seite 380]] wie [[ὁρμάω]], [[bewegen]], in Bewegung setzen, bei Hom. immer übertr., einen Gedanken, einen Entschluß im Geiste hin und her bewegen, überlegen, erwägen, [[ἕως]] ὁ ταῦθ' ὥρμαινε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν, Iliad. 1, 193; ἃς ὁ [[γέρων]] ὥρμαινε δαϊζόμενος κατὰ θυμὸν διχθάδια, 14, 20; ἐνὶ φρεσίν, Od. 4, 843, H. h. Merc. 66, und bloß φρεσί, Il. 10, 4 Od. 3, 151; πολλὰ δέ οἱ κῆρ ὥρμαινε, 2, 83; 23, 86; auch ἄλλα δέ οἱ κῆρ ὥρμαινε φρεσὶν ᾗσιν, 18, 345; ὥρμηναν δ' ἀνὰ θυμόν, 2, 156; mit folgendem ἤ – ἤ, 15, 300, wie Il. 16, 435, u. εἰ – ἤ, Od. 4, 789, sinnen, nachdenken; mit folgendem [[ὅπως]], hin und her überlegen, wie Etwas zu machen sei, Il. 21, 137. 24, 680. Mit bloßem accus., πόλεμον, einen Krieg vorhaben, Il. 10, 28; δολιχὸν πλόον, Od. 3, 169; χαλεπά τινι, ib. 151; Pind. [[ἀντίον]] ὁρμαίνων [[τέρας]] [[εὐθύς]], Ol. 8, 41; aber auch πορεύειν νιν θυμὸς ὥρμαινε, trieb ihn an, 3, 26; Aesch. τὸν [[αὑτοῦ]] θυμὸν ὁρμαίνει πεσών, er haucht sein Leben aus, Ag. 1361, u. intr., βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει μένων, Spt. 376, vom Schlachtroß, das des Russ der Trompete harrend sich bäumt; einzeln auch bei sp. D., wie Orph. Auch c. inf., Theocr. 24, 26, wie Hom. ep. 4, 16. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impf.</i> [[ὥρμαινον]], <i>ao.</i> [[ὥρμηνα]];<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> pousser fortement : θυμόν ESCHL exhaler un souffle;<br /><b>2</b> agiter dans son esprit : [[τι]], qch ; [[τί]] τινι, qch contre qqn ; [[ὅπως]], méditer comment ; ἢ… ἢ IL, OD, [[εἰ]]… ἢ OD méditer si… ou si ; avec l'inf. penser à, désirer de, souhaiter de;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> être prêt à s'élancer, s'élancer.<br />'''Étymologie:''' [[ὁρμή]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁρμαίνω''': ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ ἐνεστ., παρατ. καὶ ἀόρ. ὥρμηνα, ἀείποτε μετ’ αὐξήσεως· ([[ὁρμάω]])· ποιητ. [[ῥῆμα]], 1) παρ’ Ὁμήρ., ἀείποτε, [[στρέφω]] ἠ ἀνακινῶ τι κατὰ νοῦν, ἐρευνῶ, [[κρίνω]], συλλογίζομαι, διανοοῦμαι, ὡς τὸ Λατ. animo volvere ἢ agitare, κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτ., ὁρμαίνειν τι κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμὸν Ἰλ. Α. 193, Ὀδ. Δ. 120, κτλ.· [[ὡσαύτως]] συντομώτερον, ὁρμαίνειν τι κατὰ φρένα Ἰλ. Κ. 507· ἐνὶ φρεσὶ Ὀδ. Δ. 843, Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 66· φρεσὶ Ἰλ. Κ. 4, Ὀδ. Γ. 151· ἀνὰ θυμὸν Β. 156· θυμῷ Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 451· μετὰ φρεσὶ [[αὐτόθι]] 18. ― οὕτω καὶ μόνον, ὁρμαίνειν τι, μελετῶ, [[σκέπτομαι]], [[σταθμίζω]], συλλογίζομαι, [[στοχάζομαι]], ὡς τὸ Λατ. meditari, πόλεμον, πλόον, ὁδόν, κτλ., Ἰλ. Κ. 28, Ὀδ. Γ. 169, κτλ.· πολλὰ ἢ ἄλλα δέ οἱ κῆρ ὥρμαινε Ὀδ. Ζ. 83, Σ. 345· ὁρμαίνων [[τέρας]] Πινδ. Ο. 8. 54. 2) ἀπολ., [[σκέπτομαι]], συλλογίζομαι, ὣς ὥρμαινε Ἰλ. Ξ. 20, Φ. 64. 3) ἑπομένης προτάσεως μετὰ τῶν μορίων ἤ..., ἦ... φρεσὶν ὁρμαίνοντι, ἤ μιν... ἦ ἤδη Ἰλ. Π. 435, Ὀδ. Ο. 300· [[ὡσαύτως]], εἰ..., ἤ..., Δ. 789· ὥρμηνεν δ’ ἀνὰ θυμὸν [[ὅπως]] παύσειε πόνοιο [[δῖον]] Ἀχιλλῆα Ἰλ. Φ. 137., Ω. 680. 4) μετ’ ἀπαρ. ἐπιθυμῶ, ποθῶ, ἐφίεμαι, Ἐπιγράμμ. Ὁμ. 4. 16, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 620, Θεόκρ. 24. 26. ΙΙ. μεθ’ Ὅμ., 1) [[ἐκπέμπω]], οὕτω τὸν [[αὐτοῦ]] θυμὸν ὁρμαίνει πεσόν, ἐκπνέει, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1388· παρακινῶ, τινὰ ποιεῖν Πινδ. Ο. 3. 45. 2) ἀμετάβ., εἶμαι [[πρόθυμος]] ἢ ἀνυπόμονος, ἔχω ὁρμήν, ([[ἵππος]]) βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει κλύων Αἰσχύλ. Θήβ. 394· [[κέαρ]] ὁρμ. Βακχυλ. Ἀποσπ. 20 (27) 11· ἄπρηκτον ὁρμ. Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 1. 7· μετοχ. ὁρμαίνων, προθύμως, [[ταχέως]], Πινδ. Ο. 13. 119. | |lstext='''ὁρμαίνω''': ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ ἐνεστ., παρατ. καὶ ἀόρ. ὥρμηνα, ἀείποτε μετ’ αὐξήσεως· ([[ὁρμάω]])· ποιητ. [[ῥῆμα]], 1) παρ’ Ὁμήρ., ἀείποτε, [[στρέφω]] ἠ ἀνακινῶ τι κατὰ νοῦν, ἐρευνῶ, [[κρίνω]], συλλογίζομαι, διανοοῦμαι, ὡς τὸ Λατ. animo volvere ἢ agitare, κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτ., ὁρμαίνειν τι κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμὸν Ἰλ. Α. 193, Ὀδ. Δ. 120, κτλ.· [[ὡσαύτως]] συντομώτερον, ὁρμαίνειν τι κατὰ φρένα Ἰλ. Κ. 507· ἐνὶ φρεσὶ Ὀδ. Δ. 843, Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 66· φρεσὶ Ἰλ. Κ. 4, Ὀδ. Γ. 151· ἀνὰ θυμὸν Β. 156· θυμῷ Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 451· μετὰ φρεσὶ [[αὐτόθι]] 18. ― οὕτω καὶ μόνον, ὁρμαίνειν τι, μελετῶ, [[σκέπτομαι]], [[σταθμίζω]], συλλογίζομαι, [[στοχάζομαι]], ὡς τὸ Λατ. meditari, πόλεμον, πλόον, ὁδόν, κτλ., Ἰλ. Κ. 28, Ὀδ. Γ. 169, κτλ.· πολλὰ ἢ ἄλλα δέ οἱ κῆρ ὥρμαινε Ὀδ. Ζ. 83, Σ. 345· ὁρμαίνων [[τέρας]] Πινδ. Ο. 8. 54. 2) ἀπολ., [[σκέπτομαι]], συλλογίζομαι, ὣς ὥρμαινε Ἰλ. Ξ. 20, Φ. 64. 3) ἑπομένης προτάσεως μετὰ τῶν μορίων ἤ..., ἦ... φρεσὶν ὁρμαίνοντι, ἤ μιν... ἦ ἤδη Ἰλ. Π. 435, Ὀδ. Ο. 300· [[ὡσαύτως]], εἰ..., ἤ..., Δ. 789· ὥρμηνεν δ’ ἀνὰ θυμὸν [[ὅπως]] παύσειε πόνοιο [[δῖον]] Ἀχιλλῆα Ἰλ. Φ. 137., Ω. 680. 4) μετ’ ἀπαρ. ἐπιθυμῶ, ποθῶ, ἐφίεμαι, Ἐπιγράμμ. Ὁμ. 4. 16, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 620, Θεόκρ. 24. 26. ΙΙ. μεθ’ Ὅμ., 1) [[ἐκπέμπω]], οὕτω τὸν [[αὐτοῦ]] θυμὸν ὁρμαίνει πεσόν, ἐκπνέει, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1388· παρακινῶ, τινὰ ποιεῖν Πινδ. Ο. 3. 45. 2) ἀμετάβ., εἶμαι [[πρόθυμος]] ἢ ἀνυπόμονος, ἔχω ὁρμήν, ([[ἵππος]]) βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει κλύων Αἰσχύλ. Θήβ. 394· [[κέαρ]] ὁρμ. Βακχυλ. Ἀποσπ. 20 (27) 11· ἄπρηκτον ὁρμ. Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 1. 7· μετοχ. ὁρμαίνων, προθύμως, [[ταχέως]], Πινδ. Ο. 13. 119. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |