3,277,206
edits
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0430.png Seite 430]] ὁ, Erderhöhung, Hügel; H. h. Apoll. 17; [[Κρόνιος]], Pind. Ol. 9, 3 N. 11, 25; [[ὑψηλός]], Aesch. Pers. 459; Uferrand, Gestade, Ag. 1133; τύμβου ἐπ' ὄχθῳ, Ch. 4; Ar. Ran. 1170; auch ohne Zusatz für Grabhügel, Aesch. Pers. 639. 650; Οἴτας ὑπὲρ ὄχθων, Soph. Phil. 719; Trach. 521; Ἰσμήνιον παρ' ὄχθον, Eur. Suppl. 655; [[Αἰτναῖος]], Cycl. 114, öfter; in Prosa, ἱζόμενον ἐπὶ Διὸς Λυκαίου ὄχθον, Her. 4, 203, vgl. 8, 52. 9, 25; Sp., wie Pol. 18, 3, 4. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0430.png Seite 430]] ὁ, Erderhöhung, Hügel; H. h. Apoll. 17; [[Κρόνιος]], Pind. Ol. 9, 3 N. 11, 25; [[ὑψηλός]], Aesch. Pers. 459; Uferrand, Gestade, Ag. 1133; τύμβου ἐπ' ὄχθῳ, Ch. 4; Ar. Ran. 1170; auch ohne Zusatz für Grabhügel, Aesch. Pers. 639. 650; Οἴτας ὑπὲρ ὄχθων, Soph. Phil. 719; Trach. 521; Ἰσμήνιον παρ' ὄχθον, Eur. Suppl. 655; [[Αἰτναῖος]], Cycl. 114, öfter; in Prosa, ἱζόμενον ἐπὶ Διὸς Λυκαίου ὄχθον, Her. 4, 203, vgl. 8, 52. 9, 25; Sp., wie Pol. 18, 3, 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> rive escarpée, bord élevé;<br /><b>2</b> escarpement, colline, montagne ; <i>particul.</i> tombeau, tertre.<br />'''Étymologie:''' R. Ἐχ, tenir à, être adhérent, être saillant ; cf. [[ἔχω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὄχθος''': ὁ [[ὕψωμα]] γῆς, [[ὄχθη]], [[λόφος]], κοινῶς «ὄχτος», πρῶτον ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 17, Πινδ. Ο. 9. 5, συχν. παρ’ Ἡροδ., Αἰσχύλ. καὶ Εὐρ.· ἐπὶ τοῦ Ἀρείου Πάγου, Ἡρόδ. 8. 52· ἐπὶ λόφου ἢ ὑψώματος ἐν γένει, Λατ. tumulus, Αἰσχύλ. Πέρσ. 647, 659, Χο. 4· - σπανίως ὡς τὸ [[ὄχθη]], ἐπὶ ὄχθης ποταμοῦ, ἴδε [[ὄχθη]] ἐν τέλ.· τὸ τοῦ Ἀριστοφ. ἐν Ὄρν. 774 (ὄχθῳ ἐφεζόμενοι παρ’ Ἕβρον ποταμόν), οὐδεμία [[ἀνάγκη]] νὰ ἐκληφῇ ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας. - ἐν Αἰσχύλ. Χο. 944 ἡ δοτ. ὄχθει (ὡς ἐξ ὀνομ. [[ὄχθος]], -εος, τό) [[εἶναι]] παρεφθαρμένη, - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὄχθος]]· [[κρημνός]], [[πέτρα]], τὸ ὑψηλὸν τοῦ ποταμοῦ ἢ τῆς γῆς ἢ τὸ ἀπόκρημνον [[στόμα]] τῆς θαλάσσης, [[κυρίως]] δὲ ποταμῶν», [[προσέτι]]: «ὄχθοι· αἱ τραχεῖαι... καὶ δύσβατοι τόποι. καὶ ἐξοχαὶ τῶν πετρῶν». ΙΙ. [[οἴδημα]], σαρκῶδες [[ἔκφυμα]] ἐπὶ τοῦ σώματος, Μανέθων 1. 54. | |lstext='''ὄχθος''': ὁ [[ὕψωμα]] γῆς, [[ὄχθη]], [[λόφος]], κοινῶς «ὄχτος», πρῶτον ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 17, Πινδ. Ο. 9. 5, συχν. παρ’ Ἡροδ., Αἰσχύλ. καὶ Εὐρ.· ἐπὶ τοῦ Ἀρείου Πάγου, Ἡρόδ. 8. 52· ἐπὶ λόφου ἢ ὑψώματος ἐν γένει, Λατ. tumulus, Αἰσχύλ. Πέρσ. 647, 659, Χο. 4· - σπανίως ὡς τὸ [[ὄχθη]], ἐπὶ ὄχθης ποταμοῦ, ἴδε [[ὄχθη]] ἐν τέλ.· τὸ τοῦ Ἀριστοφ. ἐν Ὄρν. 774 (ὄχθῳ ἐφεζόμενοι παρ’ Ἕβρον ποταμόν), οὐδεμία [[ἀνάγκη]] νὰ ἐκληφῇ ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας. - ἐν Αἰσχύλ. Χο. 944 ἡ δοτ. ὄχθει (ὡς ἐξ ὀνομ. [[ὄχθος]], -εος, τό) [[εἶναι]] παρεφθαρμένη, - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὄχθος]]· [[κρημνός]], [[πέτρα]], τὸ ὑψηλὸν τοῦ ποταμοῦ ἢ τῆς γῆς ἢ τὸ ἀπόκρημνον [[στόμα]] τῆς θαλάσσης, [[κυρίως]] δὲ ποταμῶν», [[προσέτι]]: «ὄχθοι· αἱ τραχεῖαι... καὶ δύσβατοι τόποι. καὶ ἐξοχαὶ τῶν πετρῶν». ΙΙ. [[οἴδημα]], σαρκῶδες [[ἔκφυμα]] ἐπὶ τοῦ σώματος, Μανέθων 1. 54. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater |