Anonymous

ἵμερος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "m’" to "m'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1253.png Seite 1253]] ὁ (vielleicht mit [[ἵημι]], ἵεμαι zusammenhangend?), [[Sehnsucht]], Verlangen wonach; nach Liebesgenuß, Liebe, ὥς σεο νῦν [[ἔραμαι]] [[καί]] με γλυκὺς [[ἵμερος]] αἱρεῖ Il. 3, 446. 14, 328; [[φιλότης]] καὶ [[ἵμερος]] 14, 198. 216; σίτου, 11, 89 u. öfter; [[Θέτις]] γόου ἵμερον ὦρσεν 23, 14, wie ἀμφοτέροισι δὲ τοῖσιν ὑφ' [[ἵμερος]] ὦρτο γόοιο Od. 16, 215; auch noch mit einem gen. verbunden, τῷ δ' ἄρα πατρὸς ὑφ' ἵμερον ὦρσε γόοιο 4, 113, das Verlangen nach der Trauer um den Vater erregen, denn der Unglückliche sehnt sich, seinen Schmerz auszuweinen (die Wonne der Wehmuth, Ossian). – Bei Pind., wie [[ἔρως]], Liebessehnsucht. Liebe, [[γλυκύς]] Ol. 3, 35; δαμεὶς φρένας ἱμέρῳ 1, 41. Auch Tragg., τῶν ἀντερώντων ἱμέρῳ πεπληγμένος Aesch. Ag. 530, vgl. 1176 u. Eur. Med. 556; [[ὠμοδακής]] σ' [[ἄγαν]] ἶμερος ἐξοτρύνει Aesch. Spt. 674; [[ἵμερος]] ἔχει με Soph. O. C. 1723; νύμφας Ant. 792; ταύτης ὁ δεινὸς ἵμ. ποθ' Ἡρακλῆ διῆλθε Tr. 476; τοῦ θανόντος ἱμέρῳ Phil. 350; [[τοιοῦτος]] ἵμ. με διαλυμαίνεται Ar. Ran. 59; personificirt, Anacr. 64, 2; Bruder des Eros, Luc. Deor. jud. 15. Selten in Prosa, ἵμερον ἔχειν, Her. 5, 106, öfter; Plat. Phaedr. 251 c 255 c Conv. 197 d. – Adj. ist [[ἵμερος]] = [[ἱμερόεις]] gebraucht in der Anth., ἵμερα μελίζεσθαι Antp. Sid. 76 (VII, 30), ἵμερα δακρύσασα M. Arg. 29 (VII, 364).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1253.png Seite 1253]] ὁ (vielleicht mit [[ἵημι]], ἵεμαι zusammenhangend?), [[Sehnsucht]], Verlangen wonach; nach Liebesgenuß, Liebe, ὥς σεο νῦν [[ἔραμαι]] [[καί]] με γλυκὺς [[ἵμερος]] αἱρεῖ Il. 3, 446. 14, 328; [[φιλότης]] καὶ [[ἵμερος]] 14, 198. 216; σίτου, 11, 89 u. öfter; [[Θέτις]] γόου ἵμερον ὦρσεν 23, 14, wie ἀμφοτέροισι δὲ τοῖσιν ὑφ' [[ἵμερος]] ὦρτο γόοιο Od. 16, 215; auch noch mit einem gen. verbunden, τῷ δ' ἄρα πατρὸς ὑφ' ἵμερον ὦρσε γόοιο 4, 113, das Verlangen nach der Trauer um den Vater erregen, denn der Unglückliche sehnt sich, seinen Schmerz auszuweinen (die Wonne der Wehmuth, Ossian). – Bei Pind., wie [[ἔρως]], Liebessehnsucht. Liebe, [[γλυκύς]] Ol. 3, 35; δαμεὶς φρένας ἱμέρῳ 1, 41. Auch Tragg., τῶν ἀντερώντων ἱμέρῳ πεπληγμένος Aesch. Ag. 530, vgl. 1176 u. Eur. Med. 556; [[ὠμοδακής]] σ' [[ἄγαν]] ἶμερος ἐξοτρύνει Aesch. Spt. 674; [[ἵμερος]] ἔχει με Soph. O. C. 1723; νύμφας Ant. 792; ταύτης ὁ δεινὸς ἵμ. ποθ' Ἡρακλῆ διῆλθε Tr. 476; τοῦ θανόντος ἱμέρῳ Phil. 350; [[τοιοῦτος]] ἵμ. με διαλυμαίνεται Ar. Ran. 59; personificirt, Anacr. 64, 2; Bruder des Eros, Luc. Deor. jud. 15. Selten in Prosa, ἵμερον ἔχειν, Her. 5, 106, öfter; Plat. Phaedr. 251 c 255 c Conv. 197 d. – Adj. ist [[ἵμερος]] = [[ἱμερόεις]] gebraucht in der Anth., ἵμερα μελίζεσθαι Antp. Sid. 76 (VII, 30), ἵμερα δακρύσασα M. Arg. 29 (VII, 364).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> désir passionné ; τινος, de qch (nourriture, butin, <i>etc.</i>) ; γόου IL envie de pleurer ; πατρὸς [[ἵμερος]] γόοιο OD envie de pleurer au sujet de son père ; [[ἵμερος]] [[ἔχει]] με avec l'inf. SOPH, [[ἵμερος]] ἐπῆλθέ μοι avec l'inf. HDT le désir me vient <i>ou</i> m'est venu de ; ἵμερον ἔχειν avec l'inf. HDT avoir le désir de, <i>etc.</i><br /><b>2</b> <i>particul.</i> désir d’amour, amour;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> ce qui inspire le désir, attrait : [[ἵμερος]] [[ἐναργής]] SOPH l'attrait brillant, <i>càd</i> l'éclat attrayant.<br />'''Étymologie:''' p. *ἵσμερος, de la R. Ἱσ désirer.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἵμερος''': ῑ, ὁ· (ἴδε ἐν τέλει)· [[πόθος]], ἐπιθυμία [[πρός]] τι, Λατιν. desiderium, μετὰ γεν. πράγμ., σίτου... περὶ φρένας [[ἵμερος]] αἱρεῖ Ἰλ. Λ. 89, κτλ.· γόου ἵμερον ὦρσεν, ἤγειρεν ἐν αὐτοῖς ἐπιθυμίαν θρήνου, πρὸς ἀνακούφισιν δηλ. τῆς θλίψεως, πρβλ. Ἑβδ. ἐν Γεν. ΜΓ΄, 30), Ἰλ. Ψ. 14· ὑφ’ [[ἵμερος]] ὦρτο γόοιο Ὀδ. Π. 215, κτλ.· καὶ μετὰ δευτέρας γεν. (ἀντικειμ.), πατρὸς ὑφ’ ἵμερον [[ὦρσε]] γόοιο, διὰ τὸν πατέρα της, Δ. 113· πρβλ. [[ἱμερόεις]]: - Παρ’ Ἡροδ., ἵμερον ἔχειν = ἱμείρεσθαι, μετ’ ἀπαρ., 5. 106, 8. 43· [[ὡσαύτως]], [[ἵμερος]] ἔχει με... [[ἰδεῖν]] Σοφ. Ο. Κ. 1725· ἵμ. ἐπῆλθέ μοι, ἐπείρεσθαι Ἡρόδ. 1. 30, πρβλ. 9. 3· σπάνιον παρ’ Ἀττ. πεζολόγοις, ὡς Πλάτ. ἐν Φαίδρ. 251C. Συμπ. 197D: - ἐν τῷ πληθ., πολλοὶ γὰρ εἰς ἓν ξυμπίτνουσιν ἵμεροι, πολλαὶ ὁρμαὶ ἢ αἰσθήματα, Αἰσχύλ. Χο. 299. 2) ἀπολ., ἐπιθυμία, [[ἔρως]], Λατ. cupido, ὣς σεο νῦν [[ἔραμαι]] καί με γλυκὺς [[ἵμερος]] αἱρεῖ Ἰλ. Γ. 446· δὸς νῦν μοι φιλότητα καὶ ἵμερον Ξ. 198· οὕτω βραδύτερον, γλυκὺς ἵμ. Πινδ. Ο. 3. 58· δαμεὶς φρένας ἱμέρῳ [[αὐτόθι]] 1. 65· ἱμέρῳ πεπληγμένος Αἰσχύλ. Ἀγ. 544, πρβλ. Πρ. 649, κτλ., Σοφ. Ἀντ. 795, Τρ. 476, Ἀριστοφ. Βάτρ. 59 (ἴδε ἐν λ. [[ἐνστάζω]])· - σχεδὸν ὡς τὸ [[ἔρως]], ἂν καὶ [[οὗτος]] ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐκφράζει [[ἁπλῶς]] τὸ ζῳῶδες [[πάθος]], πρβλ. Λουκ. Θεῶν Κρίσιν 15 (Θεῶν Διάλ. 20, 15), [[ἔνθα]] γίνεται [[διάκρισις]] τῶν λέξεων [[ἔρως]], [[ἵμερος]], [[πόθος]]. 3) ὡς κύριον [[ὄνομα]], ὁ Ἔρως, Νόνν. Δ. 1, πρβλ. Ἡσ. Θ. 64. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἀλλὰ μόνον ἐν τῷ οὐδ. ὡς Ἐπίρρ., ἵμερον αὐλεῖν Ἀνθ. Π. 9. 266· ἵμερα μελίζεσθαι, δακρύειν [[αὐτόθι]] 7. 30, 364. (Κυρίως ἵσμερος, ἐκ √ΙΣ, πρβλ. τὸ Σανσκρ. ish, ekk-hâmi ἀντὶ aiss-kami (desidero), ish-tas, ([[ποθητός]]), ish-mas (θεὸς τῆς ἀγάπης, [[ἔρως]])· Σαβινικ. ais-os ([[προσευχή]])· Σλαυ. iskati (ζητῶ)· Ἀρχ. Ὑψηλ. Γερμ. eis-côm· -[[ἐντεῦθεν]], [[ἱμείρω]], κτλ., καὶ [[ἰότης]].
|lstext='''ἵμερος''': ῑ, ὁ· (ἴδε ἐν τέλει)· [[πόθος]], ἐπιθυμία [[πρός]] τι, Λατιν. desiderium, μετὰ γεν. πράγμ., σίτου... περὶ φρένας [[ἵμερος]] αἱρεῖ Ἰλ. Λ. 89, κτλ.· γόου ἵμερον ὦρσεν, ἤγειρεν ἐν αὐτοῖς ἐπιθυμίαν θρήνου, πρὸς ἀνακούφισιν δηλ. τῆς θλίψεως, πρβλ. Ἑβδ. ἐν Γεν. ΜΓ΄, 30), Ἰλ. Ψ. 14· ὑφ’ [[ἵμερος]] ὦρτο γόοιο Ὀδ. Π. 215, κτλ.· καὶ μετὰ δευτέρας γεν. (ἀντικειμ.), πατρὸς ὑφ’ ἵμερον [[ὦρσε]] γόοιο, διὰ τὸν πατέρα της, Δ. 113· πρβλ. [[ἱμερόεις]]: - Παρ’ Ἡροδ., ἵμερον ἔχειν = ἱμείρεσθαι, μετ’ ἀπαρ., 5. 106, 8. 43· [[ὡσαύτως]], [[ἵμερος]] ἔχει με... [[ἰδεῖν]] Σοφ. Ο. Κ. 1725· ἵμ. ἐπῆλθέ μοι, ἐπείρεσθαι Ἡρόδ. 1. 30, πρβλ. 9. 3· σπάνιον παρ’ Ἀττ. πεζολόγοις, ὡς Πλάτ. ἐν Φαίδρ. 251C. Συμπ. 197D: - ἐν τῷ πληθ., πολλοὶ γὰρ εἰς ἓν ξυμπίτνουσιν ἵμεροι, πολλαὶ ὁρμαὶ ἢ αἰσθήματα, Αἰσχύλ. Χο. 299. 2) ἀπολ., ἐπιθυμία, [[ἔρως]], Λατ. cupido, ὣς σεο νῦν [[ἔραμαι]] καί με γλυκὺς [[ἵμερος]] αἱρεῖ Ἰλ. Γ. 446· δὸς νῦν μοι φιλότητα καὶ ἵμερον Ξ. 198· οὕτω βραδύτερον, γλυκὺς ἵμ. Πινδ. Ο. 3. 58· δαμεὶς φρένας ἱμέρῳ [[αὐτόθι]] 1. 65· ἱμέρῳ πεπληγμένος Αἰσχύλ. Ἀγ. 544, πρβλ. Πρ. 649, κτλ., Σοφ. Ἀντ. 795, Τρ. 476, Ἀριστοφ. Βάτρ. 59 (ἴδε ἐν λ. [[ἐνστάζω]])· - σχεδὸν ὡς τὸ [[ἔρως]], ἂν καὶ [[οὗτος]] ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐκφράζει [[ἁπλῶς]] τὸ ζῳῶδες [[πάθος]], πρβλ. Λουκ. Θεῶν Κρίσιν 15 (Θεῶν Διάλ. 20, 15), [[ἔνθα]] γίνεται [[διάκρισις]] τῶν λέξεων [[ἔρως]], [[ἵμερος]], [[πόθος]]. 3) ὡς κύριον [[ὄνομα]], ὁ Ἔρως, Νόνν. Δ. 1, πρβλ. Ἡσ. Θ. 64. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἀλλὰ μόνον ἐν τῷ οὐδ. ὡς Ἐπίρρ., ἵμερον αὐλεῖν Ἀνθ. Π. 9. 266· ἵμερα μελίζεσθαι, δακρύειν [[αὐτόθι]] 7. 30, 364. (Κυρίως ἵσμερος, ἐκ √ΙΣ, πρβλ. τὸ Σανσκρ. ish, ekk-hâmi ἀντὶ aiss-kami (desidero), ish-tas, ([[ποθητός]]), ish-mas (θεὸς τῆς ἀγάπης, [[ἔρως]])· Σαβινικ. ais-os ([[προσευχή]])· Σλαυ. iskati (ζητῶ)· Ἀρχ. Ὑψηλ. Γερμ. eis-côm· -[[ἐντεῦθεν]], [[ἱμείρω]], κτλ., καὶ [[ἰότης]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> désir passionné ; τινος, de qch (nourriture, butin, <i>etc.</i>) ; γόου IL envie de pleurer ; πατρὸς [[ἵμερος]] γόοιο OD envie de pleurer au sujet de son père ; [[ἵμερος]] [[ἔχει]] με avec l'inf. SOPH, [[ἵμερος]] ἐπῆλθέ μοι avec l'inf. HDT le désir me vient <i>ou</i> m'est venu de ; ἵμερον ἔχειν avec l'inf. HDT avoir le désir de, <i>etc.</i><br /><b>2</b> <i>particul.</i> désir d’amour, amour;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> ce qui inspire le désir, attrait : [[ἵμερος]] [[ἐναργής]] SOPH l'attrait brillant, <i>càd</i> l'éclat attrayant.<br />'''Étymologie:''' p. *ἵσμερος, de la R. Ἱσ désirer.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth